«Η γιαγιά της Κυψέλης»: Μεγαλώνοντας ένα κορίτσι από την Γκάνα

0
580

Το λεμονάτο κοτόπουλο μου έχει σπάσει τη μύτη. Το είχε ζητήσει η Μαρία από την προηγουμένη, είναι το αγαπημένο της φαγητό και το προτιμάει με ρύζι. Η γιαγιά δεν της χαλάει χατίρι. «Καλά, ε, την έχω κάνει τελείως καλομαθημένη», μου λέει κρυφοκοιτώντας το ρολόι, είναι ώρα να φανεί η μικρή από το σχολείο. «Οταν μεγάλωνε ο γιος μου δούλευα συνεχώς και δεν είχα χρόνο. Η Μαρία με έχει δική της όλο το 24ωρο. Ξυπνάει και της βάζω Βιβάλντι, χορεύουμε, συζητάμε. Την πηγαίνω στην ενόργανη, στα αγγλικά, στα πάρτι. Την αγαπάω πάρα πολύ».

Η Κατερίνα Αθανασιάδου γνώρισε τη Μαρία τυχαία πριν από έντεκα χρόνια στο πλατύσκαλο αυτής της πολυκατοικίας της Κυψέλης. Η μία ήταν στα 60, η άλλη μόλις 7 ημερών. Την είχε στο μάρσιπο η Σάντρα, η μαμά της, μετανάστρια από την Γκάνα που εργαζόταν ως καθαρίστρια κι ετοιμαζόταν να βγει για δουλειά. «Πού πας;», τη ρώτησε η κ. Αθανασιάδου με το θάρρος της γειτόνισσας που είναι παραπάνω από γειτόνισσα. Εκείνη της είχε βρει αυτό το μικρό διαμέρισμα να μείνει, εκείνη της το είχε εξοπλίσει, όπως έκανε για πολλές γυναίκες μετανάστριες που εκείνη την εποχή συνέρρεαν στη γειτονιά. Είχε μάλιστα ανοίξει έναν χώρο βοήθειας για όλους αυτούς τους ανθρώπους νοικιάζοντας το υπόγειο της πολυκατοικίας. Μαγείρευε, έκανε μαθήματα και λειτουργούσε και παιδότοπο για τους εργαζόμενους γονείς. Γιαγιά της Κυψέλης την έλεγαν.

Πάνω στο ράφι της βιβλιοθήκης είναι ακουμπισμένο το τάμπλετ που φορτίζει. Το έβαλε η γιαγιά της να είναι έτοιμο όταν θα γυρίσει από το σχολείο. Είναι Παρασκευή σήμερα και η συμφωνία λέει ότι μόνο Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή μπορεί να το χρησιμοποιεί. Εξάλλου, με τόσες δραστηριότητες και τα διαβάσματα της Στ΄ Δημοτικού τις άλλες ημέρες δεν προλαβαίνει. Στόχος είναι να καταφέρει να μπει του χρόνου σε Καλλιτεχνικό Γυμνάσιο. «Μια σύνταξη έχω, 1.100 ευρώ. Τη Μαρία τη μεγαλώνω από το υστέρημα, όχι από το περίσσευμα. Εχω να πάρω καινούργιο ρούχο δεν ξέρω από πότε. Αλλά δεν με νοιάζει, έζησα, τα ευχαριστήθηκα όλα, η Μαρία με νοιάζει τώρα να έχει αυτά που πρέπει». Το σπίτι αυτό στην Κυψέλη, το πατρικό της, θα μείνει στο παιδί. «Από την αρχή το συζητήσαμε με τον Θάνο. “Αλίμονο”, μου είπε. Ο Θάνος τη λατρεύει γιατί ξέρει κι εγώ πόσο την αγαπάω και ξέρει ότι το αίμα δεν έχει καμία σημασία. Η καρδιά έχει. Αγαπάς; Αγαπάς, τελείωσε. Τώρα νιώθω ευτυχισμένη. Νιώθω ότι έχω οικογένεια. Ξυπνάω το πρωί με μια χαρά. Ρωτάω τη Μαρία τι θέλει για φαγητό. Η Σάντρα με πειράζει λέγοντάς μου ότι την έχω κάνει princess. “Εγώ έξι χρόνων μαγείρευα”, μου λέει. “Μα εγώ δεν την πήρα να μου μαγειρεύει”, της απαντάω, “για να την νταχτιρντίσω την πήρα!”».

Η Μαρία γύρισε από το σχολείο και έβαλε να φάει από το λεμονάτο, ενώ εγώ περιεργάζομαι το δωμάτιό της. Σε ένα ράφι παρατηρώ μια μαύρη κούκλα. «Το πιστεύεις ότι είναι δική μου;», μου λέει η κ. Κατερίνα. «Από πέντε χρόνων την έχω. Πάντα είχα αδυναμία στις μαύρες κούκλες και είχα ζητήσει από τη μαμά μου να μου φέρει μία». Τη μαμά της την έλεγαν Μαρία.

Πηγή: kathimerini.gr

kar.org.gr