Δευτέρα, 16 Σεπτεμβρίου, 2024
ΑρχικήΕπικαιρότητα«Παγωμένη» από το 2022 η διαδικασία εξόρυξης στο Κατάκολο

«Παγωμένη» από το 2022 η διαδικασία εξόρυξης στο Κατάκολο

Καθοριστικοί οι επόμενοι μήνες για την εξόρυξη υδρογονανθράκων σε όλα τα block

*Η διαδικασία εξόρυξη υδρογονανθράκων στο Κατάκολο είχε περάσει σε φάση υλοποίησης, αφού είχαν εκδοθεί όλες οι απαιτούμενες άδειες ωστόσο σταμάτησε λόγω «επιφυλάξεων» του Κ. Μητσοτάκη

*Χάνονται σημαντικοί οικονομικοί πόροι και θέσεις εργασίας

Της Άννας Αγγελίδου
anagelidou@yahoo.gr

Αντίστροφα μετρά ο χρόνος για την λήψη οριστικών αποφάσεων που θα κρίνουν το «μέλλον» των γεωτρήσεων υδρογονανθράκων σχεδόν σε όλη τη χώρα.
Οι επόμενοι μήνες θα είναι ιδιαίτερα καθοριστικοί καθώς οι εταιρείες που έχουν «αναλάβει» την εξόρυξη υδρογονανθράκων έχουν μπει τον «πάγο» εδώ και πολύ καιρό, παρά το γεγονός ότι τόσο η χώρα μας όσο και ολόκληρη η Ευρώπη έχουν έρθει αντιμέτωπες με την ενεργειακή κρίση.
Σύμφωνα με πληροφορίες μέχρι το τέλος του 2024 η ExxonMobil μαζί με την HELLENiQ ΕNERGY αναμένεται να λάβουν αποφάσεις για το αν θα πραγματοποιήσουν ή όχι ερευνητική γεώτρηση εντοπισμού πιθανών κοιτασμάτων σε υδρογονάνθρακες στις θαλάσσιες παραχωρήσεις της Κρήτης.
Αναφορικά με το block 10 που αφορά την περιοχή του Ιονίου Πελάγους στον Κυπαρισσιακό κόλπο η κυβέρνηση έχει ανακοινώσει την δημιουργία θαλάσσιου πάρκου στην περιοχή, η οποία ωστόσο είχε μισθωθεί για έρευνες υδρογονανθράκων από την HELLENiQ ENERGY, όπου δαπανήθηκαν μερικά εκατομμύρια ευρώ για σεισμικές έρευνες.
Tο «Block 2» το οποίο βρίσκεται στη θαλάσσια περιοχή Βορειοδυτικά της Κέρκυρας «τρέχει» από τον Μάρτιο 12μηνη παράταση στην άδεια παραχώρησης έπειτα από σχετικό αίτημα από τη κοινοπραξία των Energean (75%) και Helleniq Energy (25%).
Τον Δεκέμβριο του 2022 η Energean ολοκλήρωσε την τρισδιάστατη σεισμική έρευνα στο θαλάσσιο οικόπεδο Block 2, στο Βορειοδυτικό Ιόνιο, αποκτώντας δεδομένα από περίπου 2.200 τετραγωνικά χιλιόμετρα.
Όσον αφορά το block των «Ιωαννίνων», μόλις το Νοέμβριο του 2023 η Διεύθυνση Περιβαλλοντικής Αδειοδότησης του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας ενέκρινε με απόφαση της τους περιβαλλοντικούς όρους. Η περιοχή έχει μισθωθεί από την ελληνικών συμφερόντων Energean, η οποία δραστηριοποιείται στον Πρίνο και φυσικά στα πλούσια σε υδρογονάνθρακες υπεράκτια κοιτάσματα του Ισραήλ κ.α. Τον Φεβρουάριο του 2024 ομάδα κατοίκων και άλλων συλλογικών φορέων προσέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας κατά της απόφασης του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, έλαχε καθολικής θετικής γνωμοδότησης(!). Το ΣτΕ αποφάσισε να εκδικάσει την υπόθεση τον Οκτώβριο του 2024, δηλαδή 8 μήνες μετά την προσφυγή και μία επένδυση της τάξης των 35 με 40 εκατ. ευρώ μόνο στη φάση της πρώτης γεώτρησης βρίσκεται στον αέρα! Ο χρόνος εκδίκασης της προσφυγής και της έκδοσης της απόφασης λειτουργεί αποτρεπτικά για τους επενδυτές.

Το Κατάκολο
Η Energean «έτρεξε» τις διαδικασίες και για την εξόρυξη υδρογονανθράκων στο Κατάκολο, κι εγώ η διαδικασία θα μπορούσε να περάσει στη φάση της εκμετάλλευσης, δημιουργώντας νέες προοπτικές για τη περιοχή. Παρά το γεγονός ότι το Κατάκολο έχει περάσει σε φάση εκμετάλλευσης, δεν έχει γίνει το παραμικρό βήμα, καθώς το Νοέμβριο του 2022 ο Κ. Μητσοτάκης ερωτηθείς για την εξόρυξη υδρογονανθράκων ανέφερε: «έχω επιφυλάξεις διότι δεν υπάρχει περίπτωση εξόρυξη για πετρέλαιο να αφήσουμε να θέσει σε κίνδυνο το περιβάλλον, για αυτό και προχωράμε σε πιο βαθιά νερά»! Οι «επιφυλάξεις» αυτές του ίδιου του Πρωθυπουργού έχουν στερήσει ουσιαστικά δεκάδες θέσεις εργασίας στην περιοχή, αλλά και μία σημαντική πηγή εσόδων, τόσο για την τοπική αυτοδιοίκηση όσο και για το κράτος. Η «επιφύλαξη» του Πρωθυπουργού ωστόσο φαίνεται ότι δεν έχει καμία ουσιαστική βάση ειδικά εάν αναλογιστούμε ότι η Energean εδώ και δεκαετίες δραστηριοποιείται στον Πρίνο χωρίς να έχει θέσει ποτέ σε κίνδυνο το περιβάλλον. Πέρα από την εξόρυξη του κοιτάσματος το οποίο υπάρχει στο Κατάκολο, η εταιρεία είχε στρέψει το ενδιαφέρον της και στα κοιτάσματα αερίου που υπάρχουν στη περιοχή, κάτι το οποίο σαφώς «πάγωσε» μετά τις δηλώσει του Κ. Μητσοτάκη. Στην περίπτωση του Κατακόλου, για να ξεκινήσουν οι εργασίες απαιτείται αποκλειστικά και μόνο πολιτική βούληση η οποία όπως όλα δείχνουν μάλλον δεν υπάρχει με αποτέλεσμα οι πολίτες να καλούνται κάθε φορά να «πληρώνουν» το «μάρμαρο».

Πολιτική ευθύνη ή ανευθυνότητα
Φτάνοντας στο σήμερα, οι εταιρείες που είχαν αναλάβει συγκεκριμένα block υδρογονανθράκων καλούνται να αποφασίσουν εάν θα τα διατηρήσουν, υπό τις παρούσες συνθήκες ή εάν θα τα επιστρέψουν στο κράτος. Οι αποφάσεις αυτές αναμένεται να λυθούν άμεσα, ενώ θα πρέπει κανείς να αναλογιστεί ότι για την διατήρηση αυτών των block οι εταιρείες καταβάλουν μίσθωμα προς το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο όμως δεν έχει δώσει ακόμα και σήμερα το «πράσινο φως» για να προχωρήσουν οι διαδικασίες αξιοποίησης.
Όλα αυτά τα χρόνια η κυβέρνηση, επέδειξε προκλητική αδιαφορία, αρνούμενη να πράξει το προφανές, να θωρακίσει δηλαδή ενεργειακά την χώρα, μέσω της αξιοποίησης του πολύ αξιόλογου ενεργειακού ορυκτού πλούτου που σχεδόν αποδεδειγμένα διαθέτει, αποκομίζοντας ταυτόχρονα τα όποια οικονομικά οφέλη για τον τόπο. Η κυβέρνηση οφείλει να επανασχεδιάσει την στρατηγική της, πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα, αντιστρέφοντας την οικονομική δυσπραγία μέσα από βιώσιμες στρατηγικές ανάπτυξης, οι οποίες μπορούν να αποφέρουν έσοδα στο κράτος, θέσεις εργασίας στους πολίτες ενώ θα συμβάλλουν σε μία γενική βελτίωση του επιπέδου διαβίωσης με παράλληλη ενίσχυση του (γεω)πολιτικού και (γεω)οικονομικού εκτοπίσματός της. Μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο, το Ελληνικό Δημόσιο οφείλει να εκμεταλλευτεί κάθε δυνατότητα ανάπτυξης που υπάρχει σε κάθε σπιθαμή του ελλαδικού χώρου, λαμβάνοντας υπόψη την πλειάδα των δυνατοτήτων που η γεωγραφία και η γεωλογία προσφέρουν στην χώρα μας. Η ανάγκη για εκμετάλλευση όλων των προαναφερόμενων αναπτυξιακών δυνατοτήτων γίνεται ιδιαίτερα αισθητή το τελευταίο διάστημα με την παρατηρούμενη στενότητα στην προμήθεια της ενέργειας, και ιδιαίτερα φυσικού αερίου, ως αποτέλεσμα της τρέχουσας κρίσης τιμών και της γεωπολιτικής αστάθειας που έχει προκύψει ως συνέπεια του πολέμου στην Ουκρανία.
Το ερώτημα, εάν έχει πετρέλαιο η Ελλάδα και τί δυναμικότητα έχουν τα όποια κοιτάσματα δεν μπορεί να απαντηθεί με ένα ξερό «ναι» ή «όχι», γιατί το θέμα του πετρελαίου δεν είναι μια τόσο απλή υπόθεση, ιδιαίτερα στον τομέα της γεωλογίας, των ερευνών, των εκτιμήσεων και των προβλέψεων. Όμως, το ερώτημα παραμένει και παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχουν εύκολες ή μονοδιάστατες απαντήσεις, το κοινό, δηλαδή οι πολίτες, απαιτούν μια απάντηση. Βάσει των στοιχείων που υπάρχουν μέχρι σήμερα, αρκετά εκ των οποίων έχουν δει το φως της δημοσιότητας, η Ελλάδα διαθέτει συγκεκριμένα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου, παράγει σήμερα μια μικρή ποσότητα πετρελαίου στον Πρίνο.
Συμφώνα με τα στοιχεία της Έκθεσης Πισσαρίδη, που στο παρελθόν έχει παρουσιάσει η «Πρώτη», προκύπτει ότι οι υδρογονάνθρακες, και ειδικότερα το φυσικό αέριο, θα εξακολουθούν να συμμετέχουν σε ποσοστό περισσότερο από 50% στο ενεργειακό μίγμα της χώρας μας, όπως και παγκοσμίως, για πολλές δεκαετίες ακόμη. Φυσικά αυτές οι διαπιστώσεις είναι κοινές σε μεγάλο αριθμό αναλύσεων από έγκριτους οργανισμούς και αναλυτές σε διεθνές και τοπικό επίπεδο, οι οποίοι θεωρούν το φυσικό αέριο ως το «μεταβατικό καύσιμο» των επόμενων δεκαετιών στην πορεία για καθαρότερες, πλέον φιλικές προς το περιβάλλον, μορφές ενέργειας. Αφού είναι ξεκάθαρο πως τα ορυκτά καύσιμα δεν πρόκειται να υποκατασταθούν πλήρως, τουλάχιστον μέχρι το 2050, από άλλες πηγές ενέργειας όπως οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) και το πράσινο υδρογόνο, και οι ΑΠΕ θα δράσουν συμπληρωματικά ως προς τα ορυκτά καύσιμα, η χώρα μας οφείλει να προχωρήσει με την ίδια ενεργητικότητα και προς την επιτάχυνση του προγράμματος έρευνας και εξόρυξης εγχώριων υδρογονανθράκων. Μια ματιά στο διεθνές και στο ευρωπαϊκό ενεργειακό ισοζύγιο είναι ικανή για να αντιληφθούμε ότι σε παγκόσμιο επίπεδο τα ορυκτά καύσιμα εξακολουθούν να έχουν κυρίαρχη θέση εκπροσωπώντας το 82% της παγκόσμιας ενεργειακής κατανάλωσης, ενώ σε ευρωπαϊκό επίπεδο καλύπτουν το 70%.
Εύλογα τίθεται το ερώτημα: Αφού οι ΑΠΕ δεν πρόκειται να καλύψουν το μεγαλύτερο μέρος των ενεργειακών αναγκών της χώρας στο άμεσο μέλλον, γιατί δεν προχωράμε τις έρευνες υδρογονανθράκων, με στόχο την ανακάλυψη εμπορικά εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων, έτσι ώστε να εξασφαλίσουμε μικρότερη εξάρτηση εισαγωγής ενέργειας και επιβραδύνοντας ταυτόχρονα την απολιγνιτοποίηση, έτσι ώστε να βελτιώσουμε το ισοζύγιο εγχώριας παραγωγής ενέργειας χωρίς να εγκαταλείψουμε τον στόχο για μεγαλύτερη διείσδυση ΑΠΕ;
Γιατί να μην ακολουθήσουμε την αρχαία ρήση «και τούτο ποιείν κακείνο μη αφιέναι», δημιουργώντας ένα ενεργειακό μίγμα που θα περιέχει όλες τις εγχώριες πηγές ενέργειας με σταδιακή ενίσχυση των περιβαλλοντικά αποδεκτών;
Το ερώτημα είναι επιτακτικό καθώς τελικά θα αναγκαστούμε να εισάγουμε όλες τις αναγκαίες ποσότητες υδρογονανθράκων, καθώς και ηλεκτρική ενέργεια που δεν θα παράγεται από ΑΠΕ, όπως ήδη γίνεται με τις αθρόες εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας από τα γειτονικά κράτη σε ποσοστό 10% κατά μέσο όρο σε ετήσια βάση τα τελευταία χρόνια, δαπανώντας ετησίως αρκετά χρήματα.
Με δεδομένο το υψηλό ποσοστό ενεργειακής κατανάλωσης που αντιστοιχεί στους υδρογονάνθρακες, ο ρόλος τους στην οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας και την ενεργειακή μετάβαση είναι απόλυτα κρίσιμος. Η χρήση τους δεν πρόκειται να εξαφανιστεί ως δια μαγείας από την μία ημέρα στην άλλη και από την μία δεκαετία στην άλλη, γιατί απλούστατα δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις για την αντικατάστασή τους. Οι υδρογονάνθρακες αποτελούν απαραίτητο συστατικό μιας ισορροπημένης ενεργειακής μετάβασης, η οποία θα διαρκέσει για αρκετές δεκαετίες (ίσως και μετά από το 2050) και σε αυτό το μεσοδιάστημα το φυσικό αέριο θα πρέπει να καλύψει το ενεργειακό «κενό» αλλά και να δώσει λύσεις στις ανάγκες της κοινωνίας για προσιτή οικονομικά ενέργεια. Στο πλαίσιο αυτό, αναδύονται σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες που δημιουργεί η αγορά φυσικού αερίου, και στις οποίες η ελληνική βιομηχανία πρόκειται να δραστηριοποιηθεί το προσεχές διάστημα, με αφετηρία την Ελλάδα, με στόχευση την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων.

Περιβαλλοντικά ζητήματα
Όπως επισημαίνεται και στην Ειδική Έκθεση της Επιτροπής Υδρογονανθράκων (Upstream) του ΙΕΝΕ, είναι γνωστοί οι έντονοι προβληματισμοί και οι ενστάσεις που διατυπώνονται σχετικά με τους περιβαλλοντικούς κινδύνους που μπορεί να προκύψουν κατά τη διάρκεια των ερευνητικών εργασιών για την ανακάλυψη κοιτασμάτων υδρογονανθράκων καθώς και στο στάδιο παραγωγής τους και στη συνέχεια κατά την μεταφορά τους μέχρι τις αγορές. Είναι σαφές ότι δεν υπάρχει καμία δραστηριότητα είτε επιχειρηματική είτε κοινωνική που να μην ενέχει κινδύνους. Το θέμα είναι πόσο οι κίνδυνοι αυτοί είναι προβλέψιμοι, αντιμετωπίσιμοι πριν την εκδήλωσή τους και αναστρέψιμοι εάν συμβούν και φυσικά με τί κόστος σε χρήμα, υποδομές και κοινωνικές επιπτώσεις. Δεδομένου ότι όλες ανεξαιρέτως οι χώρες ενδιαφέρονται τα μέγιστα για την προστασία του κοινωνικού ιστού και του περιβάλλοντος, έχουν προχωρήσει και έχουν θεσπίσει μέτρα για την κατά το δυνατόν εξάλειψη και αντιμετώπιση των κινδύνων με αυστηρές προδιαγραφές εργασιών και σχετική επίβλεψή τους. Οι πετρελαϊκές και οι μεταφορικές εταιρείες τηρούν ευλαβικά αυτές τις προδιαγραφές, ενώ σχεδιάζουν και υλοποιούν προηγμένες τεχνολογικές λύσεις που επιδρούν θετικά στο προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Το σχεδόν μηδενικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα στις ευρωπαϊκές θάλασσες τα τελευταία πενήντα χρόνια, όπου παράγονται και διακινούνται σχεδόν το ένα τρίτο της παγκόσμιας παραγωγής υδρογονανθράκων είναι το απτό αποτέλεσμα των ανωτέρω. Από το 1970 στην χώρα μας, σε στεριά και θάλασσα, διεξάγονται ερευνητικές εργασίες για τον εντοπισμό κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, άλλοτε πιο εντατικά και άλλοτε πιο υποτονικά, ενώ από το 1982 στα κοιτάσματα της περιοχής του Πρίνου έχουν παραχθεί περισσότερα από 125 MMboed. Κύριο χαρακτηριστικό αυτής της δραστηριότητας είναι η αγαστή συνεργασία με τις τοπικές κοινωνίες χωρίς να υπάρξει καμία αρνητική επίδραση στις επαγγελματικές τους δραστηριότητες (τουρισμός, αλιεία, αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες, κλπ) και με μηδενικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Τα τελευταία χρόνια, το ελληνικό Δημόσιο έχει κυρώσει στη Βουλή των Ελλήνων και έχουν αποκτήσει ισχύ νόμου οι Συμβάσεις Μίσθωσης για την παραχώρηση του δικαιώματος έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων σε 11 περιοχές της χώρας. Η εξέλιξη αυτή είναι σαφές ότι αποτελεί μία ακόμη σημαντική δέσμευση για την Ελλάδα για την αξιοποίηση του ορυκτού μας πλούτου με πλήρη σεβασμό στο περιβάλλον και στις τοπικές κοινωνίες, ενδυναμώνοντας παράλληλα τις προϋποθέσεις για ουσιαστική συμμετοχή του εν λόγω κλάδου στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Οι Συμβάσεις Μίσθωσης περιέχουν αυστηρά μέτρα περιβαλλοντικής προστασίας και μείωσης των περιβαλλοντικών κινδύνων διασφαλίζοντας ότι η έρευνα και η εκμετάλλευση υδρογονανθράκων θα εκτελεστεί με απολύτως συμβατό περιβαλλοντικό τρόπο. Ειδική μνεία θα πρέπει να γίνει στην νομοθεσία για την ασφάλεια των υπεράκτιων δραστηριοτήτων (Ν. 4409/2016 που ενσωμάτωσε στην ελληνική έννομη τάξη την Οδηγία 2013/30/ΕΕ). Τόσο οι ερευνητικές εργασίες όσο και οι εργασίες ανάπτυξης και παραγωγής υδρογονανθράκων διέπονται από ένα πλαίσιο μέτρων για τον περιορισμό και έλεγχο των κινδύνων πρόκλησης μικρών ή μεγάλων ατυχημάτων. Το μεγάλο πλαίσιο είναι το ευρωπαϊκό, η οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ασφάλεια των υπεράκτιων εγκαταστάσεων που από το καλοκαίρι του 2016 είναι νόμος του Κράτους, μέσω του οποίου ιδρύθηκε η Αρμόδια Αρχή για την υλοποίηση των διατάξεων του. Η εν λόγω Αρχή στελεχώνεται και συνεργάζεται με τον μεγάλο Νορβηγικό Νηογνώμονα DNV για την μεταφορά εμπειρίας και τεχνογνωσίας από το πετυχημένο Νορβηγικό μοντέλο έρευνας και παραγωγής υδρογονανθράκων που διασφάλισε σε απόλυτο βαθμό να εκτελούνται οι πετρελαϊκές εργασίες με σεβασμό και ασφάλεια στο ανθρωπογενές και λοιπό βιοτικό και αβιοτικό περιβάλλον. Το δεύτερο πλαίσιο είναι οι Στρατηγικές Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ) και οι Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις που ενέκριναν τις ΣΜΠΕ και εισήχθησαν πρόσθετοι όροι, μερικοί από τους οποίους έχουν οριστεί μέσα από τη δημόσια διαβούλευση στην οποία συμμετείχαν ενεργά οι Περιφέρειες με τα Περιφερειακά τους Συμβούλια, τα τοπικά Τεχνικά Επιμελητήρια καθώς και κοινωνικοί φορείς στις προς παραχώρηση περιοχές του δικαιώματος έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων. Το τρίτο πλαίσιο είναι οι μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων που τα επιχειρηματικά σχήματα θα κληθούν να εκπονήσουν και να υποβάλλουν για δημόσια διαβούλευση και έγκριση από την Περιφέρεια και την κεντρική κυβέρνηση. Μέσω των μελετών αυτών καταγράφονται και αξιολογούνται οι πιθανοί κίνδυνοι που ενέχουν τα έργα έρευνας και της παραγωγής υδρογονανθράκων και ορίζονται μέτρα ελέγχου και μετριασμού των πιθανών επιπτώσεων.

Η αναγκαιότητα
Σύμφωνα με την Ειδική Έκθεση της Επιτροπής Υδρογονανθράκων (Upstream) του ΙΕΝΕ, η οποία συντάχτηκε το 2022, οι υδρογονάνθρακες αποτέλεσαν, αποτελούν και θα εξακολουθήσουν να αποτελούν για αρκετά ακόμη χρόνια βασικό συστατικό στοιχείο του ενεργειακού μίγματος της παγκόσμιας, ευρωπαϊκής και ελληνικής οικονομίας. Παρά τις διαχρονικές προσπάθειες του Ελληνικού Δημοσίου και των κοινοπρακτικών σχημάτων δημοσίων και ιδιωτικών εταιρειών ελληνικών και ξένων, η ελληνική βιομηχανία υδρογονανθράκων, πέρα της δραστηριότητας στον Πρίνο, δεν κατόρθωσε να αναπτυχθεί μέχρι σήμερα. Η κρατική υποστήριξη υπήρξε διαχρονικά μέτρια, μη συνεχής και ευάλωτη πάντα σε επιχειρηματικές παρεμβάσεις. Υπήρξαν, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, επιπλέον εμπόδια από μερίδα του τοπικού πληθυσμού καθώς και από περιβαλλοντικές οργανώσεις, υπό τη σιωπηλή υποστήριξη της εκάστοτε κυβέρνησης. Η διαδικασία αδειοδοτήσεων για τη χορήγηση αποκλειστικών δικαιωμάτων των περιοχών έρευνας και εκμετάλλευσης υπήρξε και παραμένει γραφειοκρατική και χρονοβόρα, από το στάδιο της εκδήλωσης ενδιαφέροντος/αποδοχής αίτησης του αιτούντα μέχρι τη νομοθετική επικύρωση της σύμβασης μίσθωσης και την εξέλιξη των ερευνητικών εργασιών του αναδόχου επενδυτή. Θα πρέπει δε να υπογραμμισθεί πως το κύριο οικονομικό ρίσκο/κόστος των ερευνών δεν επιβαρύνει τον εθνικό κρατικό προϋπολογισμό, αλλά αποκλειστικά τα ανάδοχα κοινοπρακτικά σχήματα. Οι εκτιμήσεις της ύπαρξης εγχώριων υδρογονανθράκων ήταν και εξακολουθούν να είναι αισιόδοξες. Το μέγεθος και η οικονομική αξία των δυνητικών αποθεμάτων υδρογονανθράκων δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί με ακρίβεια. Η συνθετική ερμηνεία/αξιολόγηση των νέων σεισμικών καταγραφών και των δεδομένων των γεωτρήσεων που θα ακολουθήσουν θα επιτρέψουν την ακριβή ποιοτική και ποσοτική αξιολόγηση του δυναμικού των ελληνικών υδρογονανθράκων. Η παρουσία ενεργειακών ομίλων, όπως της γαλλικής TotalEnergies και της αμερικανικής ExxonMobil, των ελληνικών ΕΛΠΕ και Energean, αλλά και το εκδηλωμένο ενδιαφέρον και άλλων σημαντικών εταιρειών, ενισχύουν την προοπτική για ύπαρξη πολύ σημαντικών αποθεμάτων υδρογονανθράκων, ιδιαίτερα στη θαλάσσια περιοχή Ιονίου και δυτικά και νοτιοδυτικά της Κρήτης.
Η παρουσία του αγωγού TAP, ο οποίος είναι ήδη σε λειτουργία, του διασυνδετήριου αγωγού Ελλάδας-Βουλγαρίας (IGB), ο οποίος βρίσκεται υπό κατασκευή, του σχεδιαζόμενου EastMed και των τεσσάρων νέων FSRUs (δύο στην Αλεξανδρούπολη, ένα στους Αγίους Θεοδώρους Κορίνθου και ένα στο Βόλο), ενισχύουν τη γεωπολιτική και γεωστρατηγική αξία της χώρας μας και της ευρύτερης περιοχής των Βαλκανίων και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Η τρέχουσα διεθνής ενεργειακή κρίση, που επιδεινώθηκε με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει φέρει το θέμα της ενεργειακής αυτάρκειας στο επίκεντρο του οικονομικού προβληματισμού. Ημέρα με την ημέρα γίνεται πλέον ξεκάθαρο ότι στο σύνθετο και ασταθές γεωπολιτικό περιβάλλον που προβάλλει η επιδίωξη ενεργειακής αυτάρκειας θα τεθεί εκ νέου ως βασικός στόχος κάθε ενεργειακής στρατηγικής. Ως εκ τούτου, επιβάλλεται να δοθούν πρόσθετα κίνητρα/διευκολύνσεις προς τους ανάδοχους επενδυτές των ελληνικών συμβατικών περιοχών, ώστε να επισπευστούν οι ερευνητικές εργασίες υδρογονανθράκων. Η σταδιακή εξασθένιση της πανδημίας του κορωνοϊού διεθνώς θα οδηγήσει σε σταδιακή αύξηση της ζήτησης και παραγωγής των υδρογονανθράκων. Όσο θα παραμένει μειωμένη η προσφορά τόσο θα παραμένει αυξημένο το ενεργειακό κόστος των υδρογονανθράκων. Η Ελλάδα πρέπει και μπορεί από εξαγωγέας πετρελαιοειδών προϊόντων και εισαγωγέας αργού και φυσικού αερίου να μετατραπεί σε παραγωγός χώρα υδρογονανθράκων και εξαγωγέας φυσικού αερίου. Η εξέλιξη αυτή δημιουργεί επιχειρηματικές ευκαιρίες, με αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων, νέες θέσεις εργασίας, μείωση του συνολικού ενεργειακού κόστους, αύξηση ενεργειακής ασφάλειας και διαφοροποίησης του εφοδιασμού, αναζωογόνηση της χρεωμένης οικονομίας, ενώ προσδίδει αυξημένη γεωπολιτική και γεωστρατηγική αξία στην χώρα μας. Οι αέριοι υδρογονάνθρακες αποτελούν σημαντική γέφυρα πράσινης ενεργειακής μετάβασης με απώτερο στόχο την επίτευξη χαμηλότερων εκπομπών ρύπων/άνθρακα. Μπορούν και πρέπει να λειτουργήσουν συμπληρωματικά προς τις ΑΠΕ (ανεμογεννήτριες, φωτοβολταϊκά, βιομάζα). Μέρος από τα έσοδά τους μπορούν και πρέπει να επενδυθούν και στις πράσινες τεχνολογίες (υδρογόνο, δέσμευση-αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα, ανάπτυξη αποθηκών φυσικού αερίου). Ο εντοπισμός και η αξιοποίηση των εγχώριων δυνητικών κοιτασμάτων, ιδιαίτερα των αέριων υδρογονανθράκων, κρίνεται αναγκαία και επιτακτική. Μάλιστα, συγκριτική μελέτη κόστους που εκπόνησε το Aurora Energy Research31 έδειξε ότι για έναν καταναλωτή υδρογόνου στη Βορειοδυτική Ευρώπη, η πιο φθηνή πηγή για υδρογόνο χαμηλών εκπομπών άνθρακα το 2030 θα είναι το «μπλε» υδρογόνο που παράγεται στην Ολλανδία ή την Νορβηγία, ακολουθούμενο από το «πράσινο» υδρογόνο που εισάγεται από το Μαρόκο. Αξίζει να αναφερθεί ότι το «παράθυρο» ευκαιρίας για ανακάλυψη και παραγωγή υδρογονανθράκων δεν έχει κλείσει ακόμα για τους εξής λόγους. Πρώτον, η ζήτηση ενέργειας έχει επιστρέψει στα προ-πανδημίας επίπεδα, κάτι που σημαίνει ότι τα ορυκτά καύσιμα, τα οποία κάλυπταν το 83% της συνολικής παγκόσμιας κατανάλωσης ενέργειας προ πανδημίας, παραμένουν το κλειδί για την κάλυψη των παγκόσμιων ενεργειακών αναγκών. Επιπρόσθετα, το φυσικό αέριο θα χρησιμοποιηθεί και για την παρασκευή «μπλε» και «πράσινου» υδρογόνου. Δεύτερον, υπάρχει ένα όριο στο πόσο γρήγορα μπορούμε να υλοποιήσουμε τα νέα έργα ΑΠΕ λόγω περιορισμών της εφοδιαστικής αλυσίδας, των απαιτούμενων περιβαλλοντικών διαδικασιών, των χρήσεων γης, κλπ. Τρίτον, λόγω της στοχαστικότητας της αιολικής και της ηλιακής ενέργειας, έως ότου βρούμε οικονομικά βιώσιμες και μεγάλης κλίμακας λύσεις για την αποθήκευση ενέργειας, θα πρέπει να βασιστούμε στο φυσικό αέριο για την σταθερότητα του ενεργειακού μίγματος και την ευστάθεια του ενεργειακού συστήματος. Τέταρτον, δεν έχουμε ακόμη λύσεις για τις μεταφορές μεγάλων αποστάσεων ή/και βαρέων φορτίων. Συνεπώς, δεδομένου του ότι το φυσικό αέριο αποτελεί την καλύτερη από τις διαθέσιμες επιλογές μας για να μεταβούμε άμεσα σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα, είναι ασφαλές να εκτιμήσουμε ότι θα παραμείνει επίκαιρο για τις επόμενες δεκαετίες.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
spot_img
spot_img
spot_img
spot_img

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ

«Παγωμένη» από το 2022 η διαδικασία εξόρυξης στο Κατάκολο

Καθοριστικοί οι επόμενοι μήνες για την εξόρυξη υδρογονανθράκων σε όλα τα block

*Η διαδικασία εξόρυξη υδρογονανθράκων στο Κατάκολο είχε περάσει σε φάση υλοποίησης, αφού είχαν εκδοθεί όλες οι απαιτούμενες άδειες ωστόσο σταμάτησε λόγω «επιφυλάξεων» του Κ. Μητσοτάκη

*Χάνονται σημαντικοί οικονομικοί πόροι και θέσεις εργασίας

Της Άννας Αγγελίδου
anagelidou@yahoo.gr

Αντίστροφα μετρά ο χρόνος για την λήψη οριστικών αποφάσεων που θα κρίνουν το «μέλλον» των γεωτρήσεων υδρογονανθράκων σχεδόν σε όλη τη χώρα.
Οι επόμενοι μήνες θα είναι ιδιαίτερα καθοριστικοί καθώς οι εταιρείες που έχουν «αναλάβει» την εξόρυξη υδρογονανθράκων έχουν μπει τον «πάγο» εδώ και πολύ καιρό, παρά το γεγονός ότι τόσο η χώρα μας όσο και ολόκληρη η Ευρώπη έχουν έρθει αντιμέτωπες με την ενεργειακή κρίση.
Σύμφωνα με πληροφορίες μέχρι το τέλος του 2024 η ExxonMobil μαζί με την HELLENiQ ΕNERGY αναμένεται να λάβουν αποφάσεις για το αν θα πραγματοποιήσουν ή όχι ερευνητική γεώτρηση εντοπισμού πιθανών κοιτασμάτων σε υδρογονάνθρακες στις θαλάσσιες παραχωρήσεις της Κρήτης.
Αναφορικά με το block 10 που αφορά την περιοχή του Ιονίου Πελάγους στον Κυπαρισσιακό κόλπο η κυβέρνηση έχει ανακοινώσει την δημιουργία θαλάσσιου πάρκου στην περιοχή, η οποία ωστόσο είχε μισθωθεί για έρευνες υδρογονανθράκων από την HELLENiQ ENERGY, όπου δαπανήθηκαν μερικά εκατομμύρια ευρώ για σεισμικές έρευνες.
Tο «Block 2» το οποίο βρίσκεται στη θαλάσσια περιοχή Βορειοδυτικά της Κέρκυρας «τρέχει» από τον Μάρτιο 12μηνη παράταση στην άδεια παραχώρησης έπειτα από σχετικό αίτημα από τη κοινοπραξία των Energean (75%) και Helleniq Energy (25%).
Τον Δεκέμβριο του 2022 η Energean ολοκλήρωσε την τρισδιάστατη σεισμική έρευνα στο θαλάσσιο οικόπεδο Block 2, στο Βορειοδυτικό Ιόνιο, αποκτώντας δεδομένα από περίπου 2.200 τετραγωνικά χιλιόμετρα.
Όσον αφορά το block των «Ιωαννίνων», μόλις το Νοέμβριο του 2023 η Διεύθυνση Περιβαλλοντικής Αδειοδότησης του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας ενέκρινε με απόφαση της τους περιβαλλοντικούς όρους. Η περιοχή έχει μισθωθεί από την ελληνικών συμφερόντων Energean, η οποία δραστηριοποιείται στον Πρίνο και φυσικά στα πλούσια σε υδρογονάνθρακες υπεράκτια κοιτάσματα του Ισραήλ κ.α. Τον Φεβρουάριο του 2024 ομάδα κατοίκων και άλλων συλλογικών φορέων προσέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας κατά της απόφασης του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, έλαχε καθολικής θετικής γνωμοδότησης(!). Το ΣτΕ αποφάσισε να εκδικάσει την υπόθεση τον Οκτώβριο του 2024, δηλαδή 8 μήνες μετά την προσφυγή και μία επένδυση της τάξης των 35 με 40 εκατ. ευρώ μόνο στη φάση της πρώτης γεώτρησης βρίσκεται στον αέρα! Ο χρόνος εκδίκασης της προσφυγής και της έκδοσης της απόφασης λειτουργεί αποτρεπτικά για τους επενδυτές.

Το Κατάκολο
Η Energean «έτρεξε» τις διαδικασίες και για την εξόρυξη υδρογονανθράκων στο Κατάκολο, κι εγώ η διαδικασία θα μπορούσε να περάσει στη φάση της εκμετάλλευσης, δημιουργώντας νέες προοπτικές για τη περιοχή. Παρά το γεγονός ότι το Κατάκολο έχει περάσει σε φάση εκμετάλλευσης, δεν έχει γίνει το παραμικρό βήμα, καθώς το Νοέμβριο του 2022 ο Κ. Μητσοτάκης ερωτηθείς για την εξόρυξη υδρογονανθράκων ανέφερε: «έχω επιφυλάξεις διότι δεν υπάρχει περίπτωση εξόρυξη για πετρέλαιο να αφήσουμε να θέσει σε κίνδυνο το περιβάλλον, για αυτό και προχωράμε σε πιο βαθιά νερά»! Οι «επιφυλάξεις» αυτές του ίδιου του Πρωθυπουργού έχουν στερήσει ουσιαστικά δεκάδες θέσεις εργασίας στην περιοχή, αλλά και μία σημαντική πηγή εσόδων, τόσο για την τοπική αυτοδιοίκηση όσο και για το κράτος. Η «επιφύλαξη» του Πρωθυπουργού ωστόσο φαίνεται ότι δεν έχει καμία ουσιαστική βάση ειδικά εάν αναλογιστούμε ότι η Energean εδώ και δεκαετίες δραστηριοποιείται στον Πρίνο χωρίς να έχει θέσει ποτέ σε κίνδυνο το περιβάλλον. Πέρα από την εξόρυξη του κοιτάσματος το οποίο υπάρχει στο Κατάκολο, η εταιρεία είχε στρέψει το ενδιαφέρον της και στα κοιτάσματα αερίου που υπάρχουν στη περιοχή, κάτι το οποίο σαφώς «πάγωσε» μετά τις δηλώσει του Κ. Μητσοτάκη. Στην περίπτωση του Κατακόλου, για να ξεκινήσουν οι εργασίες απαιτείται αποκλειστικά και μόνο πολιτική βούληση η οποία όπως όλα δείχνουν μάλλον δεν υπάρχει με αποτέλεσμα οι πολίτες να καλούνται κάθε φορά να «πληρώνουν» το «μάρμαρο».

Πολιτική ευθύνη ή ανευθυνότητα
Φτάνοντας στο σήμερα, οι εταιρείες που είχαν αναλάβει συγκεκριμένα block υδρογονανθράκων καλούνται να αποφασίσουν εάν θα τα διατηρήσουν, υπό τις παρούσες συνθήκες ή εάν θα τα επιστρέψουν στο κράτος. Οι αποφάσεις αυτές αναμένεται να λυθούν άμεσα, ενώ θα πρέπει κανείς να αναλογιστεί ότι για την διατήρηση αυτών των block οι εταιρείες καταβάλουν μίσθωμα προς το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο όμως δεν έχει δώσει ακόμα και σήμερα το «πράσινο φως» για να προχωρήσουν οι διαδικασίες αξιοποίησης.
Όλα αυτά τα χρόνια η κυβέρνηση, επέδειξε προκλητική αδιαφορία, αρνούμενη να πράξει το προφανές, να θωρακίσει δηλαδή ενεργειακά την χώρα, μέσω της αξιοποίησης του πολύ αξιόλογου ενεργειακού ορυκτού πλούτου που σχεδόν αποδεδειγμένα διαθέτει, αποκομίζοντας ταυτόχρονα τα όποια οικονομικά οφέλη για τον τόπο. Η κυβέρνηση οφείλει να επανασχεδιάσει την στρατηγική της, πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα, αντιστρέφοντας την οικονομική δυσπραγία μέσα από βιώσιμες στρατηγικές ανάπτυξης, οι οποίες μπορούν να αποφέρουν έσοδα στο κράτος, θέσεις εργασίας στους πολίτες ενώ θα συμβάλλουν σε μία γενική βελτίωση του επιπέδου διαβίωσης με παράλληλη ενίσχυση του (γεω)πολιτικού και (γεω)οικονομικού εκτοπίσματός της. Μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο, το Ελληνικό Δημόσιο οφείλει να εκμεταλλευτεί κάθε δυνατότητα ανάπτυξης που υπάρχει σε κάθε σπιθαμή του ελλαδικού χώρου, λαμβάνοντας υπόψη την πλειάδα των δυνατοτήτων που η γεωγραφία και η γεωλογία προσφέρουν στην χώρα μας. Η ανάγκη για εκμετάλλευση όλων των προαναφερόμενων αναπτυξιακών δυνατοτήτων γίνεται ιδιαίτερα αισθητή το τελευταίο διάστημα με την παρατηρούμενη στενότητα στην προμήθεια της ενέργειας, και ιδιαίτερα φυσικού αερίου, ως αποτέλεσμα της τρέχουσας κρίσης τιμών και της γεωπολιτικής αστάθειας που έχει προκύψει ως συνέπεια του πολέμου στην Ουκρανία.
Το ερώτημα, εάν έχει πετρέλαιο η Ελλάδα και τί δυναμικότητα έχουν τα όποια κοιτάσματα δεν μπορεί να απαντηθεί με ένα ξερό «ναι» ή «όχι», γιατί το θέμα του πετρελαίου δεν είναι μια τόσο απλή υπόθεση, ιδιαίτερα στον τομέα της γεωλογίας, των ερευνών, των εκτιμήσεων και των προβλέψεων. Όμως, το ερώτημα παραμένει και παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχουν εύκολες ή μονοδιάστατες απαντήσεις, το κοινό, δηλαδή οι πολίτες, απαιτούν μια απάντηση. Βάσει των στοιχείων που υπάρχουν μέχρι σήμερα, αρκετά εκ των οποίων έχουν δει το φως της δημοσιότητας, η Ελλάδα διαθέτει συγκεκριμένα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου, παράγει σήμερα μια μικρή ποσότητα πετρελαίου στον Πρίνο.
Συμφώνα με τα στοιχεία της Έκθεσης Πισσαρίδη, που στο παρελθόν έχει παρουσιάσει η «Πρώτη», προκύπτει ότι οι υδρογονάνθρακες, και ειδικότερα το φυσικό αέριο, θα εξακολουθούν να συμμετέχουν σε ποσοστό περισσότερο από 50% στο ενεργειακό μίγμα της χώρας μας, όπως και παγκοσμίως, για πολλές δεκαετίες ακόμη. Φυσικά αυτές οι διαπιστώσεις είναι κοινές σε μεγάλο αριθμό αναλύσεων από έγκριτους οργανισμούς και αναλυτές σε διεθνές και τοπικό επίπεδο, οι οποίοι θεωρούν το φυσικό αέριο ως το «μεταβατικό καύσιμο» των επόμενων δεκαετιών στην πορεία για καθαρότερες, πλέον φιλικές προς το περιβάλλον, μορφές ενέργειας. Αφού είναι ξεκάθαρο πως τα ορυκτά καύσιμα δεν πρόκειται να υποκατασταθούν πλήρως, τουλάχιστον μέχρι το 2050, από άλλες πηγές ενέργειας όπως οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) και το πράσινο υδρογόνο, και οι ΑΠΕ θα δράσουν συμπληρωματικά ως προς τα ορυκτά καύσιμα, η χώρα μας οφείλει να προχωρήσει με την ίδια ενεργητικότητα και προς την επιτάχυνση του προγράμματος έρευνας και εξόρυξης εγχώριων υδρογονανθράκων. Μια ματιά στο διεθνές και στο ευρωπαϊκό ενεργειακό ισοζύγιο είναι ικανή για να αντιληφθούμε ότι σε παγκόσμιο επίπεδο τα ορυκτά καύσιμα εξακολουθούν να έχουν κυρίαρχη θέση εκπροσωπώντας το 82% της παγκόσμιας ενεργειακής κατανάλωσης, ενώ σε ευρωπαϊκό επίπεδο καλύπτουν το 70%.
Εύλογα τίθεται το ερώτημα: Αφού οι ΑΠΕ δεν πρόκειται να καλύψουν το μεγαλύτερο μέρος των ενεργειακών αναγκών της χώρας στο άμεσο μέλλον, γιατί δεν προχωράμε τις έρευνες υδρογονανθράκων, με στόχο την ανακάλυψη εμπορικά εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων, έτσι ώστε να εξασφαλίσουμε μικρότερη εξάρτηση εισαγωγής ενέργειας και επιβραδύνοντας ταυτόχρονα την απολιγνιτοποίηση, έτσι ώστε να βελτιώσουμε το ισοζύγιο εγχώριας παραγωγής ενέργειας χωρίς να εγκαταλείψουμε τον στόχο για μεγαλύτερη διείσδυση ΑΠΕ;
Γιατί να μην ακολουθήσουμε την αρχαία ρήση «και τούτο ποιείν κακείνο μη αφιέναι», δημιουργώντας ένα ενεργειακό μίγμα που θα περιέχει όλες τις εγχώριες πηγές ενέργειας με σταδιακή ενίσχυση των περιβαλλοντικά αποδεκτών;
Το ερώτημα είναι επιτακτικό καθώς τελικά θα αναγκαστούμε να εισάγουμε όλες τις αναγκαίες ποσότητες υδρογονανθράκων, καθώς και ηλεκτρική ενέργεια που δεν θα παράγεται από ΑΠΕ, όπως ήδη γίνεται με τις αθρόες εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας από τα γειτονικά κράτη σε ποσοστό 10% κατά μέσο όρο σε ετήσια βάση τα τελευταία χρόνια, δαπανώντας ετησίως αρκετά χρήματα.
Με δεδομένο το υψηλό ποσοστό ενεργειακής κατανάλωσης που αντιστοιχεί στους υδρογονάνθρακες, ο ρόλος τους στην οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας και την ενεργειακή μετάβαση είναι απόλυτα κρίσιμος. Η χρήση τους δεν πρόκειται να εξαφανιστεί ως δια μαγείας από την μία ημέρα στην άλλη και από την μία δεκαετία στην άλλη, γιατί απλούστατα δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις για την αντικατάστασή τους. Οι υδρογονάνθρακες αποτελούν απαραίτητο συστατικό μιας ισορροπημένης ενεργειακής μετάβασης, η οποία θα διαρκέσει για αρκετές δεκαετίες (ίσως και μετά από το 2050) και σε αυτό το μεσοδιάστημα το φυσικό αέριο θα πρέπει να καλύψει το ενεργειακό «κενό» αλλά και να δώσει λύσεις στις ανάγκες της κοινωνίας για προσιτή οικονομικά ενέργεια. Στο πλαίσιο αυτό, αναδύονται σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες που δημιουργεί η αγορά φυσικού αερίου, και στις οποίες η ελληνική βιομηχανία πρόκειται να δραστηριοποιηθεί το προσεχές διάστημα, με αφετηρία την Ελλάδα, με στόχευση την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων.

Περιβαλλοντικά ζητήματα
Όπως επισημαίνεται και στην Ειδική Έκθεση της Επιτροπής Υδρογονανθράκων (Upstream) του ΙΕΝΕ, είναι γνωστοί οι έντονοι προβληματισμοί και οι ενστάσεις που διατυπώνονται σχετικά με τους περιβαλλοντικούς κινδύνους που μπορεί να προκύψουν κατά τη διάρκεια των ερευνητικών εργασιών για την ανακάλυψη κοιτασμάτων υδρογονανθράκων καθώς και στο στάδιο παραγωγής τους και στη συνέχεια κατά την μεταφορά τους μέχρι τις αγορές. Είναι σαφές ότι δεν υπάρχει καμία δραστηριότητα είτε επιχειρηματική είτε κοινωνική που να μην ενέχει κινδύνους. Το θέμα είναι πόσο οι κίνδυνοι αυτοί είναι προβλέψιμοι, αντιμετωπίσιμοι πριν την εκδήλωσή τους και αναστρέψιμοι εάν συμβούν και φυσικά με τί κόστος σε χρήμα, υποδομές και κοινωνικές επιπτώσεις. Δεδομένου ότι όλες ανεξαιρέτως οι χώρες ενδιαφέρονται τα μέγιστα για την προστασία του κοινωνικού ιστού και του περιβάλλοντος, έχουν προχωρήσει και έχουν θεσπίσει μέτρα για την κατά το δυνατόν εξάλειψη και αντιμετώπιση των κινδύνων με αυστηρές προδιαγραφές εργασιών και σχετική επίβλεψή τους. Οι πετρελαϊκές και οι μεταφορικές εταιρείες τηρούν ευλαβικά αυτές τις προδιαγραφές, ενώ σχεδιάζουν και υλοποιούν προηγμένες τεχνολογικές λύσεις που επιδρούν θετικά στο προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Το σχεδόν μηδενικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα στις ευρωπαϊκές θάλασσες τα τελευταία πενήντα χρόνια, όπου παράγονται και διακινούνται σχεδόν το ένα τρίτο της παγκόσμιας παραγωγής υδρογονανθράκων είναι το απτό αποτέλεσμα των ανωτέρω. Από το 1970 στην χώρα μας, σε στεριά και θάλασσα, διεξάγονται ερευνητικές εργασίες για τον εντοπισμό κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, άλλοτε πιο εντατικά και άλλοτε πιο υποτονικά, ενώ από το 1982 στα κοιτάσματα της περιοχής του Πρίνου έχουν παραχθεί περισσότερα από 125 MMboed. Κύριο χαρακτηριστικό αυτής της δραστηριότητας είναι η αγαστή συνεργασία με τις τοπικές κοινωνίες χωρίς να υπάρξει καμία αρνητική επίδραση στις επαγγελματικές τους δραστηριότητες (τουρισμός, αλιεία, αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες, κλπ) και με μηδενικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Τα τελευταία χρόνια, το ελληνικό Δημόσιο έχει κυρώσει στη Βουλή των Ελλήνων και έχουν αποκτήσει ισχύ νόμου οι Συμβάσεις Μίσθωσης για την παραχώρηση του δικαιώματος έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων σε 11 περιοχές της χώρας. Η εξέλιξη αυτή είναι σαφές ότι αποτελεί μία ακόμη σημαντική δέσμευση για την Ελλάδα για την αξιοποίηση του ορυκτού μας πλούτου με πλήρη σεβασμό στο περιβάλλον και στις τοπικές κοινωνίες, ενδυναμώνοντας παράλληλα τις προϋποθέσεις για ουσιαστική συμμετοχή του εν λόγω κλάδου στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Οι Συμβάσεις Μίσθωσης περιέχουν αυστηρά μέτρα περιβαλλοντικής προστασίας και μείωσης των περιβαλλοντικών κινδύνων διασφαλίζοντας ότι η έρευνα και η εκμετάλλευση υδρογονανθράκων θα εκτελεστεί με απολύτως συμβατό περιβαλλοντικό τρόπο. Ειδική μνεία θα πρέπει να γίνει στην νομοθεσία για την ασφάλεια των υπεράκτιων δραστηριοτήτων (Ν. 4409/2016 που ενσωμάτωσε στην ελληνική έννομη τάξη την Οδηγία 2013/30/ΕΕ). Τόσο οι ερευνητικές εργασίες όσο και οι εργασίες ανάπτυξης και παραγωγής υδρογονανθράκων διέπονται από ένα πλαίσιο μέτρων για τον περιορισμό και έλεγχο των κινδύνων πρόκλησης μικρών ή μεγάλων ατυχημάτων. Το μεγάλο πλαίσιο είναι το ευρωπαϊκό, η οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ασφάλεια των υπεράκτιων εγκαταστάσεων που από το καλοκαίρι του 2016 είναι νόμος του Κράτους, μέσω του οποίου ιδρύθηκε η Αρμόδια Αρχή για την υλοποίηση των διατάξεων του. Η εν λόγω Αρχή στελεχώνεται και συνεργάζεται με τον μεγάλο Νορβηγικό Νηογνώμονα DNV για την μεταφορά εμπειρίας και τεχνογνωσίας από το πετυχημένο Νορβηγικό μοντέλο έρευνας και παραγωγής υδρογονανθράκων που διασφάλισε σε απόλυτο βαθμό να εκτελούνται οι πετρελαϊκές εργασίες με σεβασμό και ασφάλεια στο ανθρωπογενές και λοιπό βιοτικό και αβιοτικό περιβάλλον. Το δεύτερο πλαίσιο είναι οι Στρατηγικές Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ) και οι Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις που ενέκριναν τις ΣΜΠΕ και εισήχθησαν πρόσθετοι όροι, μερικοί από τους οποίους έχουν οριστεί μέσα από τη δημόσια διαβούλευση στην οποία συμμετείχαν ενεργά οι Περιφέρειες με τα Περιφερειακά τους Συμβούλια, τα τοπικά Τεχνικά Επιμελητήρια καθώς και κοινωνικοί φορείς στις προς παραχώρηση περιοχές του δικαιώματος έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων. Το τρίτο πλαίσιο είναι οι μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων που τα επιχειρηματικά σχήματα θα κληθούν να εκπονήσουν και να υποβάλλουν για δημόσια διαβούλευση και έγκριση από την Περιφέρεια και την κεντρική κυβέρνηση. Μέσω των μελετών αυτών καταγράφονται και αξιολογούνται οι πιθανοί κίνδυνοι που ενέχουν τα έργα έρευνας και της παραγωγής υδρογονανθράκων και ορίζονται μέτρα ελέγχου και μετριασμού των πιθανών επιπτώσεων.

Η αναγκαιότητα
Σύμφωνα με την Ειδική Έκθεση της Επιτροπής Υδρογονανθράκων (Upstream) του ΙΕΝΕ, η οποία συντάχτηκε το 2022, οι υδρογονάνθρακες αποτέλεσαν, αποτελούν και θα εξακολουθήσουν να αποτελούν για αρκετά ακόμη χρόνια βασικό συστατικό στοιχείο του ενεργειακού μίγματος της παγκόσμιας, ευρωπαϊκής και ελληνικής οικονομίας. Παρά τις διαχρονικές προσπάθειες του Ελληνικού Δημοσίου και των κοινοπρακτικών σχημάτων δημοσίων και ιδιωτικών εταιρειών ελληνικών και ξένων, η ελληνική βιομηχανία υδρογονανθράκων, πέρα της δραστηριότητας στον Πρίνο, δεν κατόρθωσε να αναπτυχθεί μέχρι σήμερα. Η κρατική υποστήριξη υπήρξε διαχρονικά μέτρια, μη συνεχής και ευάλωτη πάντα σε επιχειρηματικές παρεμβάσεις. Υπήρξαν, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, επιπλέον εμπόδια από μερίδα του τοπικού πληθυσμού καθώς και από περιβαλλοντικές οργανώσεις, υπό τη σιωπηλή υποστήριξη της εκάστοτε κυβέρνησης. Η διαδικασία αδειοδοτήσεων για τη χορήγηση αποκλειστικών δικαιωμάτων των περιοχών έρευνας και εκμετάλλευσης υπήρξε και παραμένει γραφειοκρατική και χρονοβόρα, από το στάδιο της εκδήλωσης ενδιαφέροντος/αποδοχής αίτησης του αιτούντα μέχρι τη νομοθετική επικύρωση της σύμβασης μίσθωσης και την εξέλιξη των ερευνητικών εργασιών του αναδόχου επενδυτή. Θα πρέπει δε να υπογραμμισθεί πως το κύριο οικονομικό ρίσκο/κόστος των ερευνών δεν επιβαρύνει τον εθνικό κρατικό προϋπολογισμό, αλλά αποκλειστικά τα ανάδοχα κοινοπρακτικά σχήματα. Οι εκτιμήσεις της ύπαρξης εγχώριων υδρογονανθράκων ήταν και εξακολουθούν να είναι αισιόδοξες. Το μέγεθος και η οικονομική αξία των δυνητικών αποθεμάτων υδρογονανθράκων δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί με ακρίβεια. Η συνθετική ερμηνεία/αξιολόγηση των νέων σεισμικών καταγραφών και των δεδομένων των γεωτρήσεων που θα ακολουθήσουν θα επιτρέψουν την ακριβή ποιοτική και ποσοτική αξιολόγηση του δυναμικού των ελληνικών υδρογονανθράκων. Η παρουσία ενεργειακών ομίλων, όπως της γαλλικής TotalEnergies και της αμερικανικής ExxonMobil, των ελληνικών ΕΛΠΕ και Energean, αλλά και το εκδηλωμένο ενδιαφέρον και άλλων σημαντικών εταιρειών, ενισχύουν την προοπτική για ύπαρξη πολύ σημαντικών αποθεμάτων υδρογονανθράκων, ιδιαίτερα στη θαλάσσια περιοχή Ιονίου και δυτικά και νοτιοδυτικά της Κρήτης.
Η παρουσία του αγωγού TAP, ο οποίος είναι ήδη σε λειτουργία, του διασυνδετήριου αγωγού Ελλάδας-Βουλγαρίας (IGB), ο οποίος βρίσκεται υπό κατασκευή, του σχεδιαζόμενου EastMed και των τεσσάρων νέων FSRUs (δύο στην Αλεξανδρούπολη, ένα στους Αγίους Θεοδώρους Κορίνθου και ένα στο Βόλο), ενισχύουν τη γεωπολιτική και γεωστρατηγική αξία της χώρας μας και της ευρύτερης περιοχής των Βαλκανίων και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Η τρέχουσα διεθνής ενεργειακή κρίση, που επιδεινώθηκε με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει φέρει το θέμα της ενεργειακής αυτάρκειας στο επίκεντρο του οικονομικού προβληματισμού. Ημέρα με την ημέρα γίνεται πλέον ξεκάθαρο ότι στο σύνθετο και ασταθές γεωπολιτικό περιβάλλον που προβάλλει η επιδίωξη ενεργειακής αυτάρκειας θα τεθεί εκ νέου ως βασικός στόχος κάθε ενεργειακής στρατηγικής. Ως εκ τούτου, επιβάλλεται να δοθούν πρόσθετα κίνητρα/διευκολύνσεις προς τους ανάδοχους επενδυτές των ελληνικών συμβατικών περιοχών, ώστε να επισπευστούν οι ερευνητικές εργασίες υδρογονανθράκων. Η σταδιακή εξασθένιση της πανδημίας του κορωνοϊού διεθνώς θα οδηγήσει σε σταδιακή αύξηση της ζήτησης και παραγωγής των υδρογονανθράκων. Όσο θα παραμένει μειωμένη η προσφορά τόσο θα παραμένει αυξημένο το ενεργειακό κόστος των υδρογονανθράκων. Η Ελλάδα πρέπει και μπορεί από εξαγωγέας πετρελαιοειδών προϊόντων και εισαγωγέας αργού και φυσικού αερίου να μετατραπεί σε παραγωγός χώρα υδρογονανθράκων και εξαγωγέας φυσικού αερίου. Η εξέλιξη αυτή δημιουργεί επιχειρηματικές ευκαιρίες, με αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων, νέες θέσεις εργασίας, μείωση του συνολικού ενεργειακού κόστους, αύξηση ενεργειακής ασφάλειας και διαφοροποίησης του εφοδιασμού, αναζωογόνηση της χρεωμένης οικονομίας, ενώ προσδίδει αυξημένη γεωπολιτική και γεωστρατηγική αξία στην χώρα μας. Οι αέριοι υδρογονάνθρακες αποτελούν σημαντική γέφυρα πράσινης ενεργειακής μετάβασης με απώτερο στόχο την επίτευξη χαμηλότερων εκπομπών ρύπων/άνθρακα. Μπορούν και πρέπει να λειτουργήσουν συμπληρωματικά προς τις ΑΠΕ (ανεμογεννήτριες, φωτοβολταϊκά, βιομάζα). Μέρος από τα έσοδά τους μπορούν και πρέπει να επενδυθούν και στις πράσινες τεχνολογίες (υδρογόνο, δέσμευση-αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα, ανάπτυξη αποθηκών φυσικού αερίου). Ο εντοπισμός και η αξιοποίηση των εγχώριων δυνητικών κοιτασμάτων, ιδιαίτερα των αέριων υδρογονανθράκων, κρίνεται αναγκαία και επιτακτική. Μάλιστα, συγκριτική μελέτη κόστους που εκπόνησε το Aurora Energy Research31 έδειξε ότι για έναν καταναλωτή υδρογόνου στη Βορειοδυτική Ευρώπη, η πιο φθηνή πηγή για υδρογόνο χαμηλών εκπομπών άνθρακα το 2030 θα είναι το «μπλε» υδρογόνο που παράγεται στην Ολλανδία ή την Νορβηγία, ακολουθούμενο από το «πράσινο» υδρογόνο που εισάγεται από το Μαρόκο. Αξίζει να αναφερθεί ότι το «παράθυρο» ευκαιρίας για ανακάλυψη και παραγωγή υδρογονανθράκων δεν έχει κλείσει ακόμα για τους εξής λόγους. Πρώτον, η ζήτηση ενέργειας έχει επιστρέψει στα προ-πανδημίας επίπεδα, κάτι που σημαίνει ότι τα ορυκτά καύσιμα, τα οποία κάλυπταν το 83% της συνολικής παγκόσμιας κατανάλωσης ενέργειας προ πανδημίας, παραμένουν το κλειδί για την κάλυψη των παγκόσμιων ενεργειακών αναγκών. Επιπρόσθετα, το φυσικό αέριο θα χρησιμοποιηθεί και για την παρασκευή «μπλε» και «πράσινου» υδρογόνου. Δεύτερον, υπάρχει ένα όριο στο πόσο γρήγορα μπορούμε να υλοποιήσουμε τα νέα έργα ΑΠΕ λόγω περιορισμών της εφοδιαστικής αλυσίδας, των απαιτούμενων περιβαλλοντικών διαδικασιών, των χρήσεων γης, κλπ. Τρίτον, λόγω της στοχαστικότητας της αιολικής και της ηλιακής ενέργειας, έως ότου βρούμε οικονομικά βιώσιμες και μεγάλης κλίμακας λύσεις για την αποθήκευση ενέργειας, θα πρέπει να βασιστούμε στο φυσικό αέριο για την σταθερότητα του ενεργειακού μίγματος και την ευστάθεια του ενεργειακού συστήματος. Τέταρτον, δεν έχουμε ακόμη λύσεις για τις μεταφορές μεγάλων αποστάσεων ή/και βαρέων φορτίων. Συνεπώς, δεδομένου του ότι το φυσικό αέριο αποτελεί την καλύτερη από τις διαθέσιμες επιλογές μας για να μεταβούμε άμεσα σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα, είναι ασφαλές να εκτιμήσουμε ότι θα παραμείνει επίκαιρο για τις επόμενες δεκαετίες.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
spot_img
spot_img
spot_img

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ