Δευτέρα, 16 Σεπτεμβρίου, 2024
ΑρχικήΕπικαιρότηταΣε συνθήκες κλιματικής κρίσης για μια βιώσιμη ελαιοκαλλιέργεια στην Ελλάδα

Σε συνθήκες κλιματικής κρίσης για μια βιώσιμη ελαιοκαλλιέργεια στην Ελλάδα

Μια ελληνική δυναμική απάντηση στην επιδιωκόμενη από τους Ισπανούς «ελαιοκομική παγκοσμιοποίηση»  προτείνει με εκτενές άρθρο του στο olivenews.gr ο Γεωπόνος-Ερευνητής, τ. Δ/ντής Ινστιτούτου Ελιάς & Υποτροπικών Φυτών, ZEN AGRO IKE, Κωνσταντίνος Στ. Χαρτζουλάκης. Ο κ. Χαρτζουλάκης προκρίνει την επιλογή και καλλιέργεια σε κάθε περιοχή των ντόπιων ποικιλιών, όπου είναι δυνατό, με συστηματική εφαρμογή των ορθών πρακτικών στον ελαιώνα λαμβάνοντας υπόψη την κλιματική κρίση, καθώς και τη μειωμένη διαθεσιμότητα νερού για άρδευση.

Στο άρθρο του με τίτλο «Βιώσιμη ελαιοκαλλιέργεια στην Ελλάδα: πέρα από την κλιματική κρίση», αναφέρονται τα εξής:

Η ελιά είναι ιθαγενές δένδρο της Μεσογειακής λεκάνης και καλλιεργείται πάνω από 5.000 χρόνια στην περιοχή για τα προϊόντα της. Τα τελευταία χρόνια πολλές Μεσογειακές χώρες προωθούν φιλόδοξα προγράμματα δημιουργίας νέων φυτειών ελιάς για την κάλυψη της αυξανόμενης εσωτερικής ζήτησης, όπως η Αλγερία, το Μαρόκο, η Αλβανία και η Κροατία. Άλλες για να αυξήσουν τα μερίδια τους στις διεθνείς αγορές, όπως η Ισπανία, η Τουρκία, η Αίγυπτος, η Τυνησία και η Συρία. Μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο η καλλιέργεια της ελιάς επεκτείνεται και σε άλλες περιοχές, εκτός της Μεσογειακής λεκάνης, με ευνοϊκές κλιματολογικές συνθήκες. Πολλές από αυτές τις χώρες στο παρελθόν σημείωσαν σημαντικές επιτυχίες με άλλα παραδοσιακά μεσογειακά προϊόντα όπως το κρασί (Αργεντινή, Χιλή, Κίνα, Αυστραλία, Καλιφόρνια, Πακιστάν, κλπ). Σήμερα η ελιά καλλιεργείται σε 58 χώρες και τα  προϊόντα της καταναλώνονται σε 179 χώρες του κόσμου. Με βάση τα στοιχεία του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιοκομίας (IOC) τόσο η παραγωγή ελαιολάδου όσο και η κατανάλωση διπλασιάστηκαν τα τελευταία 60 χρόνια φτάνοντας τους 3.342.000 και 3.268.000 τόνους αντίστοιχα την περίοδο 2021/2022. Ωστόσο, τα τελευταία δυο χρόνια υπάρχει σημαντική μείωση της παραγωγής λόγω ακραίων καιρικών συνθηκών στην περιοχή της Μεσογείου (θερμοκρασίες > 35 οC κατά την καρπόδεση και ξηρασία) και μη βιώσιμης διαχείρισης.

Η ελαιοκαλλιέργεια στις χώρες της λεκάνης της Μεσογείου απειλείται από την κλιματική κρίση, την υποβάθμιση του εδάφους και την απώλεια της βιοποικιλότητας λόγω των αγροχημικών. Οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης είναι πιο δραματικές λόγω του έντονου ανταγωνισμού για φυσικούς πόρους (έδαφος και νερό κ.λπ.) μεταξύ της γεωργίας και άλλων οικονομικών τομέων. Οι ανεπαρκείς βροχοπτώσεις μπορούν να οδηγήσουν σε υδατική καταπόνηση και να επηρεάσουν τη συνολική υγεία και παραγωγικότητα των ελαιόδεντρων. Τα ακραία κύματα καύσωνα, οι αλλαγές στα πρότυπα βροχοπτώσεων ή τα ψυχρά κύματα, αποτελούν σημαντικές απειλές για τη συνολική παραγωγικότητα και βιωσιμότητα των ελαιώνων. Επιπλέον, οι αυξανόμενες περίοδοι ξηρασίας αυξάνουν τις ανάγκες άρδευσης.

Ο ελαιοκομικός τομέας στη χώρα μας

Στη χώρα µας ο ελαιοκομικός τομέας έχει συγκριτικό πλεονέκτημα (παραδοσιακός ελαιώνας, ποικιλίες, χαμηλές εισροές, κλπ) σε σχέση με άλλες χώρες της Ε.Ε. (Ισπανία, Πορτογαλία) και της Μεσογειακής λεκάνης (Μαρόκο, Τυνησία, Αίγυπτο, κλπ), που κυριαρχούν οι εντατικοί και υπερ-εντατικοί ελαιώνες (120-200 δένδρα ανά στρέμμα) με αυξημένες εισροές. Υπό αυτό το πρίσμα η ελαιοκαλλιέργεια στην Ελλάδα αναδύεται ως κλειδί για το μέλλον της γεωργίας, όχι μόνο λόγω της παραγωγής ελαιολάδου, αλλά και λόγω του ρόλου της στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Και αυτό λόγω του πολυλειτουργικού της ρόλου: οικονομικού (εισόδημα από παραγωγή ελαιολάδου, επιτραπέζιας ελιάς), κοινωνικού (συγκρατεί τον πληθυσμό στην ύπαιθρο, διατηρείται ο κοινωνικός ιστός) και περιβαλλοντικού (δεσμεύει άνθρακα από την ατμόσφαιρα, υποστηρίζει την υγεία του εδάφους, αποτρέπει τη διάβρωση και ενισχύει τη βιοποικιλότητα παρέχοντας φυσικούς οικοτόπους για πολλά είδη ζώων). Η έρευνα έχει αποδείξει ότι κατά μέσο όρο, η παραγωγή ενός λίτρου έξτρα παρθένου ελαιολάδου δεσμεύει έξι κιλά διοξειδίου του άνθρακα σε σύγκριση με τα 3,4 κιλά που εκπέμπονται κατά την παραγωγή του.

Ωστόσο, η μη συστηματική εφαρμογή των ορθών πρακτικών στον ελαιώνα σε συνδυασμό με την κλιματική κρίση και τη μειωμένη διαθεσιμότητα νερού για άρδευση αυξάνουν το κίνδυνο ερημοποίησης που έχει σημαντικές περιβαλλοντικές και κοινωνικο -οικονομικές επιπτώσεις, όπως μείωση της παραγωγικότητας του εδάφους, μεταβολή των τοπικών κλιματικών συνθηκών, μείωση της διαθεσιμότητας του νερού, αύξηση της συχνότητας των πλημμύρων, μείωση του αγροτικού εισοδήματος, απώλεια της βιοποικιλότητας της περιοχής, εγκατάλειψη της αγροτικής γης, μετανάστευση του πληθυσμού. Άλλοι παράγοντες που  συμβάλουν στην μείωση της παραγωγής τα τελευταία 30 χρόνια είναι η έλλειψη εθνικού στρατηγικού σχεδίου, η έλλειψη υποδομών (αγροτική οδοποιία, αρδευτικά, ψηφιακές, κλπ), η έλλειψη εκπαίδευσης και κατάρτισης των παραγωγών, η έλλειψη κουλτούρας συνεργασίας, η έλλειψη εργατικού δυναμικού, κ.αλ.

Οι προκλήσεις τόσο για την έρευνα όσο και για την τεχνολογία είναι μεταξύ άλλων η βελτίωση της βιωσιμότητας και της ανταγωνιστικότητας της ελαιοκαλλιέργειας όσον αφορά τη διαχείριση του νερού και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή. Η έρευνα με τη μελέτη, αξιολόγηση και ανάδειξη του υπάρχοντος πλούσιου ποικιλιακού δυναμικού της ελιάς της χώρας όσον αφορά την αντοχή στην ξηρασία, την αλατότητα και τις απαιτήσεις σε ψύχος σε σχέση με την ποσότητα και την ποιότητα του παραγόμενου ελαιολάδου. Η τεχνολογία με καινοτόμες πρακτικές που αυξάνουν την αποδοτικότητα του νερού άρδευσης –περισσότερη παραγωγή ανά σταγόνα-, αλλά και την αξιοποίηση για άρδευση νερών χαμηλής ποιότητας (αλατούχα, επεξεργασμένα και νερά στράγγισης). Οι τεχνικές συλλογής και αποθήκευσης βρόχινου νερού μπορούν επίσης να διαδραματίσουν κρίσιμο ρόλο στις βιώσιμες πρακτικές άρδευσης, ιδίως σε περιοχές όπου η βροχή είναι ακανόνιστη ή ανεπαρκής.

Καινοτόμες τεχνικές άρδευσης

Η έρευνα και η τεχνολογία τις τελευταίες δεκαετίες έχουν αναπτύξει καινοτόμες τεχνικές άρδευσης για προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή και τη βελτίωση της αποδοτικότητας της άρδευσης σε ελαιώνες που πλήττονται από ξηρασία. Πιο σημαντικές είναι:

– Η μετάβαση από την παραδοσιακή επιφανειακή άρδευση με βαρύτητα στα σύγχρονα δίκτυα υπό πίεση. Η στάγδην άρδευση βελτιώνει την αποδοτικότητα της μεταφοράς, παρέχει  νερό απευθείας στη ριζική ζώνη των ελαιόδεντρων και εξοικονομεί νερό και ενέργεια μειώνοντας τις απώλειες από τη διαπνοή, την εξάτμιση και την επιφανειακή απορροή των δέντρων.

– Η εφαρμογή της τεχνικής της ελλειμματικής άρδευσης (DI), δηλαδή της άρδευσης μόνο στα κρίσιμα στάδια στο νερό της ελιάς (οικονομία μέχρι και 35%) με στόχο τη μέγιστη παραγωγή ανά μονάδα νερού που εφαρμόζεται. Η υιοθέτηση της ελλειμματικής άρδευσης συνεπάγεται κατάλληλη γνώση της ανταπόκρισης της ελιάς στα ελλείμματα νερού στα κρίσιμα στάδια ανάπτυξης και χρειάζεται υποστήριξη για να εφαρμοστεί.

– Η εφαρμογή υδρολίπανσης, δηλαδή η εφαρμογή λιπασμάτων μέσω του συστήματος άρδευσης. Εξασφαλίζει ακριβή ποσότητα λιπάσματος στο ριζικό σύστημα της ελιάς, βέλτιστες συνθήκες χρήσης, υψηλή απόδοση λίπανσης, ευελιξία στο χρόνο εφαρμογής του λιπάσματος ενώ ελαχιστοποιεί τη ρύπανση του περιβάλλοντος.

– Η χρήση τεχνολογιών άρδευσης ακριβείας, όπως GPS, αισθητήρες υγρασίας εδάφους και τηλεπισκόπηση, οι οποίες επιτρέπουν στους αγρότες να προσαρμόζουν τις εφαρμογές νερού και θρεπτικών ουσιών στις συγκεκριμένες ανάγκες διαφορετικών τμημάτων των χωραφιών τους σε πραγματικό χρόνο, βελτιστοποιώντας τη χρήση εισροών και τις αποδόσεις των καλλιεργειών.

– Η τεχνητή νοημοσύνη (AI) και οι αλγόριθμοι μηχανικής μάθησης μπορούν επίσης να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στη βελτίωση της αποδοτικότητας του νερού. Με την ενσωμάτωση και επεξεργασία πολλών πληροφοριών σε πραγματικό χρόνο, από τις εδαφοκλιματικές συνθήκες έως τα χαρακτηριστικά της καλλιέργειας, την ποιότητα και τη διαθεσιμότητα του νερού, το σύστημα άρδευσης, την εδαφοκάλυψη κ.λπ., οι αλγόριθμοι παρέχουν στους αγρότες εξελιγμένα εργαλεία υποστήριξης αποφάσεων.

– Η χρήση δορυφορικών εικόνων και drones σε μεγάλους ελαιώνες μπορεί να παρέχουν λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με την υγεία της ελιάς και τις ανάγκες σε νερό, επιτρέποντας ακριβείς και έγκαιρες παρεμβάσεις. Αυτό όχι μόνο βελτιώνει την αποτελεσματικότητα της χρήσης νερού και θρεπτικών ουσιών, αλλά και ενισχύει τη διαχείριση εχθρών και ασθενειών, ενισχύοντας περαιτέρω την παραγωγικότητα της ελιάς.

Καλλιεργητικές πρακτικές

Εκτός των παραπάνω, η έρευνα έχει αναπτύξει καλλιεργητικές πρακτικές που συμβάλλουν στην προσαρμογή της ελαιοκαλλιέργειας στην κλιματική αλλαγή, την αειφόρο διαχείριση και την διατήρηση της βιοποικιλότητας στον ελαιώνα. Τέτοιες πρακτικές είναι:

–  Μετάβαση στην βιολογική ελαιοκαλλιέργεια αποφεύγοντας την χρήση φυτοφαρμάκων και χημικών λιπασμάτων.

– Αύξηση της δέσμευσης CO2 από την ατμόσφαιρα μέσω της φωτοσύνθεσης και «αποθήκευση» του στους φυτικούς ιστούς της ελιάς και το έδαφος με τροποποίηση του κλαδέματος των δέντρων για τη μείωση της διαπνοής, αλλά και της χλωρίδας των ελαιώνων χρησιμοποιώντας την φυσική ή τεχνητή (μίγμα ψυχανθών) βλάστηση δημιουργώντας πράσινη εδαφοκάλυψη με την κοπή της βιομάζας και αφήνοντάς την στο έδαφος.

– Ανακύκλωση των υλικών του κλαδέματος και των υπολειμμάτων επεξεργασίας του ελαιοκάρπου είτε απευθείας ως υλικό εδαφοκάλυψης και θρέψης ή/και μετά την κομποστοποίηση για την αύξηση της περιεκτικότητας του εδάφους σε οργανική ουσία.

– Εφαρμογή στους ελαιώνες ελάχιστου ή μηδενικού οργώματος για την ελαχιστοποίηση της διάβρωσης και της καταστροφής της οργανικής ύλης, βελτιώνοντας την ικανότητα αποθήκευσης νερού στο έδαφος.

«Βιωσιμότητα» και  «βιοποικιλότητα»

Συμπερασματικά, αν και η ελαιοκαλλιέργεια έχει αυξανόμενη σημασία σε παγκόσμιο επίπεδο, η «βιωσιμότητα» και η «βιοποικιλότητα» είναι τα βασικά ζητήματα που πρέπει να δοθούν λύσεις στο άμεσο μέλλον σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Λόγω των διαφορετικών συνθηκών που επικρατούν σε κάθε χώρα πρέπει να αποσαφηνιστούν οι περιβαλλοντικές και παραγωγικές επιδόσεις των σύγχρονων υπερεντατικών ελαιώνων, που είναι ακόμα υπό συζήτηση, αν και η επέκτασή τους έχει προχωρήσει γρήγορα σε παγκόσμιο επίπεδο. Ειδικότερα, για μια βιώσιμη ελαιοκαλλιέργεια στην Ελλάδα σε συνθήκες κλιματικής κρίσης, πρέπει μεταξύ των άλλων να λάβουμε υπόψη τα παρακάτω:

  • Η παγκόσμια παραγωγή ελαιολάδου αυξάνει παράλληλα με την κατανάλωση. Η Ιταλία που επέλεξε την ποιότητα, έχει υψηλές τιμές.
  • Η σημαντική συνεισφορά της ανάπτυξης της καλλιέργειας της ελιάς στις νέες χώρες είναι ότι το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο μπαίνει στην κουλτούρα τους.
  • Με δεδομένο τα δομικά προβλήματα της ελληνικής γεωργίας, η ελαιοκαλλιέργεια δεν μπορεί να «παίξει» με αξιώσεις με ανταγωνιστικό κόστος στη ‘μαζική παραγωγή’ έξτρα παρθένου ελαιολάδου σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον.
  • Η σημαντικότερη πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει σήμερα και στο άμεσο μέλλον η ελαιοκαλλιέργεια στη Ελλάδα έχει να κάνει με τη βιώσιμη ανάπτυξή ως προς τις τρεις διαστάσεις της, την οικονομική, την κοινωνική και την περιβαλλοντική.
  • Αυτό σημαίνει αλλαγή τρόπου παραγωγής, κατανάλωσης και εμπορίας κυρίως του ελαιολάδου. Στόχος πρέπει να είναι η αύξηση του εισοδήματος των ελαιοπαραγωγών, η εφαρμογή πρακτικών για προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή που προστατεύουν το έδαφος, το νερό, την βιοποικιλότητα και η παραγωγή ποιοτικών και ασφαλών ελαιοκομικών προϊόντων (με ιχνηλάτηση σε όλα τα στάδια παραγωγής) για τους καταναλωτές.
  • Μια δυναμική απάντηση στην επιδιωκόμενη από τους Ισπανούς ‘ελαιοκομική παγκοσμιοποίηση’ είναι η επιλογή και καλλιέργεια σε κάθε περιοχή των ντόπιων ποικιλιών, όπου είναι δυνατό.
  • Σημαντικά μέσα είναι η δημιουργία βιώσιμων συνεταιρισμών και ομάδων παραγωγών (εξαλείφοντας το μειονέκτημα του μικρού κλήρου) και ο ψηφιακός μετασχηματισμός της παραγωγής. Αυτό σημαίνει αλλαγή νοοτροπίας και χρήση των ψηφιακών μέσων της τεχνολογίας και των πληροφοριακών συστημάτων για τη μετατροπή υπαρχουσών διαδικασιών από χειρωνακτικές και υλικές σε ψηφιακές, με στόχο τη βελτίωση της συνολικής απόδοσης μιας γεωργικής εκμετάλλευσης.
  • Η πρόσβαση στο διαδίκτυο, που είναι απαραίτητη για τον ψηφιακό μετασχηματισμό θα μειώσει το αίσθημα κοινωνικής και οικονομικής περιθωριοποίησης των αγροτών ως αποτέλεσμα έλλειψης ικανοποιητικής εκπαίδευσης για τη δημιουργική χρήση του διαδικτύου (Εικ. 3).
  • Το κλειδί για τον επιτυχημένο ψηφιακό μετασχηματισμό είναι η ανάπτυξη μιας ολοκληρωμένης και συνεκτικής πολιτικής για τον ελαιοκομικό τομέα για τους αγρότες, τους συνεταιρισμούς και τις επιχειρήσεις. Η πολιτική αυτή θα πρέπει να μειώνει το κόστος μεγιστοποιώντας τα οφέλη και να μειώνει τυχόν ανισότητες, ως αποτέλεσμα της τεχνολογικής προόδου, μέσω της εκπαίδευσης και κατάρτισης.
  • Και βέβαια την πολιτική αυτή θα πρέπει να την ακολουθήσουν όλοι οι εμπλεκόμενοι στον ελαιοκομικό τομέα, οι παραγωγοί, οι ελαιουργοί, οι τυποποιητές, οι έμποροι, ακόμη και οι επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου. Επιπλέον, αυτή η πολιτική πρέπει να υποστηριχθεί σταθερά από την πλευρά της Πολιτείας με τα κατάλληλα χρηματοδοτικά προγράμματα.
  • Το ελληνικό ελαιόλαδο, αν υπάρξει σοβαρή και συντεταγμένη εθνική στρατηγική που θα αντιμετωπίζει τα προβλήματα και τις αδυναμίες του παρελθόντος και θα αναδεικνύει τα πλεονεκτήματα που υπάρχουν (ποιοτικά και οργανοληπτικά) και πατάξουμε τη νοθεία, δεν έχει να φοβηθεί τίποτα. Και το αποδεικνύουν πολλές μικρές και μεγάλες ελαιοκομικές επιχειρήσεις που εξάγουν το ελαιόλαδό τους σε όλο τον κόσμο.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
spot_img
spot_img
spot_img
spot_img

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ

Σε συνθήκες κλιματικής κρίσης για μια βιώσιμη ελαιοκαλλιέργεια στην Ελλάδα

Μια ελληνική δυναμική απάντηση στην επιδιωκόμενη από τους Ισπανούς «ελαιοκομική παγκοσμιοποίηση»  προτείνει με εκτενές άρθρο του στο olivenews.gr ο Γεωπόνος-Ερευνητής, τ. Δ/ντής Ινστιτούτου Ελιάς & Υποτροπικών Φυτών, ZEN AGRO IKE, Κωνσταντίνος Στ. Χαρτζουλάκης. Ο κ. Χαρτζουλάκης προκρίνει την επιλογή και καλλιέργεια σε κάθε περιοχή των ντόπιων ποικιλιών, όπου είναι δυνατό, με συστηματική εφαρμογή των ορθών πρακτικών στον ελαιώνα λαμβάνοντας υπόψη την κλιματική κρίση, καθώς και τη μειωμένη διαθεσιμότητα νερού για άρδευση.

Στο άρθρο του με τίτλο «Βιώσιμη ελαιοκαλλιέργεια στην Ελλάδα: πέρα από την κλιματική κρίση», αναφέρονται τα εξής:

Η ελιά είναι ιθαγενές δένδρο της Μεσογειακής λεκάνης και καλλιεργείται πάνω από 5.000 χρόνια στην περιοχή για τα προϊόντα της. Τα τελευταία χρόνια πολλές Μεσογειακές χώρες προωθούν φιλόδοξα προγράμματα δημιουργίας νέων φυτειών ελιάς για την κάλυψη της αυξανόμενης εσωτερικής ζήτησης, όπως η Αλγερία, το Μαρόκο, η Αλβανία και η Κροατία. Άλλες για να αυξήσουν τα μερίδια τους στις διεθνείς αγορές, όπως η Ισπανία, η Τουρκία, η Αίγυπτος, η Τυνησία και η Συρία. Μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο η καλλιέργεια της ελιάς επεκτείνεται και σε άλλες περιοχές, εκτός της Μεσογειακής λεκάνης, με ευνοϊκές κλιματολογικές συνθήκες. Πολλές από αυτές τις χώρες στο παρελθόν σημείωσαν σημαντικές επιτυχίες με άλλα παραδοσιακά μεσογειακά προϊόντα όπως το κρασί (Αργεντινή, Χιλή, Κίνα, Αυστραλία, Καλιφόρνια, Πακιστάν, κλπ). Σήμερα η ελιά καλλιεργείται σε 58 χώρες και τα  προϊόντα της καταναλώνονται σε 179 χώρες του κόσμου. Με βάση τα στοιχεία του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιοκομίας (IOC) τόσο η παραγωγή ελαιολάδου όσο και η κατανάλωση διπλασιάστηκαν τα τελευταία 60 χρόνια φτάνοντας τους 3.342.000 και 3.268.000 τόνους αντίστοιχα την περίοδο 2021/2022. Ωστόσο, τα τελευταία δυο χρόνια υπάρχει σημαντική μείωση της παραγωγής λόγω ακραίων καιρικών συνθηκών στην περιοχή της Μεσογείου (θερμοκρασίες > 35 οC κατά την καρπόδεση και ξηρασία) και μη βιώσιμης διαχείρισης.

Η ελαιοκαλλιέργεια στις χώρες της λεκάνης της Μεσογείου απειλείται από την κλιματική κρίση, την υποβάθμιση του εδάφους και την απώλεια της βιοποικιλότητας λόγω των αγροχημικών. Οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης είναι πιο δραματικές λόγω του έντονου ανταγωνισμού για φυσικούς πόρους (έδαφος και νερό κ.λπ.) μεταξύ της γεωργίας και άλλων οικονομικών τομέων. Οι ανεπαρκείς βροχοπτώσεις μπορούν να οδηγήσουν σε υδατική καταπόνηση και να επηρεάσουν τη συνολική υγεία και παραγωγικότητα των ελαιόδεντρων. Τα ακραία κύματα καύσωνα, οι αλλαγές στα πρότυπα βροχοπτώσεων ή τα ψυχρά κύματα, αποτελούν σημαντικές απειλές για τη συνολική παραγωγικότητα και βιωσιμότητα των ελαιώνων. Επιπλέον, οι αυξανόμενες περίοδοι ξηρασίας αυξάνουν τις ανάγκες άρδευσης.

Ο ελαιοκομικός τομέας στη χώρα μας

Στη χώρα µας ο ελαιοκομικός τομέας έχει συγκριτικό πλεονέκτημα (παραδοσιακός ελαιώνας, ποικιλίες, χαμηλές εισροές, κλπ) σε σχέση με άλλες χώρες της Ε.Ε. (Ισπανία, Πορτογαλία) και της Μεσογειακής λεκάνης (Μαρόκο, Τυνησία, Αίγυπτο, κλπ), που κυριαρχούν οι εντατικοί και υπερ-εντατικοί ελαιώνες (120-200 δένδρα ανά στρέμμα) με αυξημένες εισροές. Υπό αυτό το πρίσμα η ελαιοκαλλιέργεια στην Ελλάδα αναδύεται ως κλειδί για το μέλλον της γεωργίας, όχι μόνο λόγω της παραγωγής ελαιολάδου, αλλά και λόγω του ρόλου της στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Και αυτό λόγω του πολυλειτουργικού της ρόλου: οικονομικού (εισόδημα από παραγωγή ελαιολάδου, επιτραπέζιας ελιάς), κοινωνικού (συγκρατεί τον πληθυσμό στην ύπαιθρο, διατηρείται ο κοινωνικός ιστός) και περιβαλλοντικού (δεσμεύει άνθρακα από την ατμόσφαιρα, υποστηρίζει την υγεία του εδάφους, αποτρέπει τη διάβρωση και ενισχύει τη βιοποικιλότητα παρέχοντας φυσικούς οικοτόπους για πολλά είδη ζώων). Η έρευνα έχει αποδείξει ότι κατά μέσο όρο, η παραγωγή ενός λίτρου έξτρα παρθένου ελαιολάδου δεσμεύει έξι κιλά διοξειδίου του άνθρακα σε σύγκριση με τα 3,4 κιλά που εκπέμπονται κατά την παραγωγή του.

Ωστόσο, η μη συστηματική εφαρμογή των ορθών πρακτικών στον ελαιώνα σε συνδυασμό με την κλιματική κρίση και τη μειωμένη διαθεσιμότητα νερού για άρδευση αυξάνουν το κίνδυνο ερημοποίησης που έχει σημαντικές περιβαλλοντικές και κοινωνικο -οικονομικές επιπτώσεις, όπως μείωση της παραγωγικότητας του εδάφους, μεταβολή των τοπικών κλιματικών συνθηκών, μείωση της διαθεσιμότητας του νερού, αύξηση της συχνότητας των πλημμύρων, μείωση του αγροτικού εισοδήματος, απώλεια της βιοποικιλότητας της περιοχής, εγκατάλειψη της αγροτικής γης, μετανάστευση του πληθυσμού. Άλλοι παράγοντες που  συμβάλουν στην μείωση της παραγωγής τα τελευταία 30 χρόνια είναι η έλλειψη εθνικού στρατηγικού σχεδίου, η έλλειψη υποδομών (αγροτική οδοποιία, αρδευτικά, ψηφιακές, κλπ), η έλλειψη εκπαίδευσης και κατάρτισης των παραγωγών, η έλλειψη κουλτούρας συνεργασίας, η έλλειψη εργατικού δυναμικού, κ.αλ.

Οι προκλήσεις τόσο για την έρευνα όσο και για την τεχνολογία είναι μεταξύ άλλων η βελτίωση της βιωσιμότητας και της ανταγωνιστικότητας της ελαιοκαλλιέργειας όσον αφορά τη διαχείριση του νερού και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή. Η έρευνα με τη μελέτη, αξιολόγηση και ανάδειξη του υπάρχοντος πλούσιου ποικιλιακού δυναμικού της ελιάς της χώρας όσον αφορά την αντοχή στην ξηρασία, την αλατότητα και τις απαιτήσεις σε ψύχος σε σχέση με την ποσότητα και την ποιότητα του παραγόμενου ελαιολάδου. Η τεχνολογία με καινοτόμες πρακτικές που αυξάνουν την αποδοτικότητα του νερού άρδευσης –περισσότερη παραγωγή ανά σταγόνα-, αλλά και την αξιοποίηση για άρδευση νερών χαμηλής ποιότητας (αλατούχα, επεξεργασμένα και νερά στράγγισης). Οι τεχνικές συλλογής και αποθήκευσης βρόχινου νερού μπορούν επίσης να διαδραματίσουν κρίσιμο ρόλο στις βιώσιμες πρακτικές άρδευσης, ιδίως σε περιοχές όπου η βροχή είναι ακανόνιστη ή ανεπαρκής.

Καινοτόμες τεχνικές άρδευσης

Η έρευνα και η τεχνολογία τις τελευταίες δεκαετίες έχουν αναπτύξει καινοτόμες τεχνικές άρδευσης για προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή και τη βελτίωση της αποδοτικότητας της άρδευσης σε ελαιώνες που πλήττονται από ξηρασία. Πιο σημαντικές είναι:

– Η μετάβαση από την παραδοσιακή επιφανειακή άρδευση με βαρύτητα στα σύγχρονα δίκτυα υπό πίεση. Η στάγδην άρδευση βελτιώνει την αποδοτικότητα της μεταφοράς, παρέχει  νερό απευθείας στη ριζική ζώνη των ελαιόδεντρων και εξοικονομεί νερό και ενέργεια μειώνοντας τις απώλειες από τη διαπνοή, την εξάτμιση και την επιφανειακή απορροή των δέντρων.

– Η εφαρμογή της τεχνικής της ελλειμματικής άρδευσης (DI), δηλαδή της άρδευσης μόνο στα κρίσιμα στάδια στο νερό της ελιάς (οικονομία μέχρι και 35%) με στόχο τη μέγιστη παραγωγή ανά μονάδα νερού που εφαρμόζεται. Η υιοθέτηση της ελλειμματικής άρδευσης συνεπάγεται κατάλληλη γνώση της ανταπόκρισης της ελιάς στα ελλείμματα νερού στα κρίσιμα στάδια ανάπτυξης και χρειάζεται υποστήριξη για να εφαρμοστεί.

– Η εφαρμογή υδρολίπανσης, δηλαδή η εφαρμογή λιπασμάτων μέσω του συστήματος άρδευσης. Εξασφαλίζει ακριβή ποσότητα λιπάσματος στο ριζικό σύστημα της ελιάς, βέλτιστες συνθήκες χρήσης, υψηλή απόδοση λίπανσης, ευελιξία στο χρόνο εφαρμογής του λιπάσματος ενώ ελαχιστοποιεί τη ρύπανση του περιβάλλοντος.

– Η χρήση τεχνολογιών άρδευσης ακριβείας, όπως GPS, αισθητήρες υγρασίας εδάφους και τηλεπισκόπηση, οι οποίες επιτρέπουν στους αγρότες να προσαρμόζουν τις εφαρμογές νερού και θρεπτικών ουσιών στις συγκεκριμένες ανάγκες διαφορετικών τμημάτων των χωραφιών τους σε πραγματικό χρόνο, βελτιστοποιώντας τη χρήση εισροών και τις αποδόσεις των καλλιεργειών.

– Η τεχνητή νοημοσύνη (AI) και οι αλγόριθμοι μηχανικής μάθησης μπορούν επίσης να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στη βελτίωση της αποδοτικότητας του νερού. Με την ενσωμάτωση και επεξεργασία πολλών πληροφοριών σε πραγματικό χρόνο, από τις εδαφοκλιματικές συνθήκες έως τα χαρακτηριστικά της καλλιέργειας, την ποιότητα και τη διαθεσιμότητα του νερού, το σύστημα άρδευσης, την εδαφοκάλυψη κ.λπ., οι αλγόριθμοι παρέχουν στους αγρότες εξελιγμένα εργαλεία υποστήριξης αποφάσεων.

– Η χρήση δορυφορικών εικόνων και drones σε μεγάλους ελαιώνες μπορεί να παρέχουν λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με την υγεία της ελιάς και τις ανάγκες σε νερό, επιτρέποντας ακριβείς και έγκαιρες παρεμβάσεις. Αυτό όχι μόνο βελτιώνει την αποτελεσματικότητα της χρήσης νερού και θρεπτικών ουσιών, αλλά και ενισχύει τη διαχείριση εχθρών και ασθενειών, ενισχύοντας περαιτέρω την παραγωγικότητα της ελιάς.

Καλλιεργητικές πρακτικές

Εκτός των παραπάνω, η έρευνα έχει αναπτύξει καλλιεργητικές πρακτικές που συμβάλλουν στην προσαρμογή της ελαιοκαλλιέργειας στην κλιματική αλλαγή, την αειφόρο διαχείριση και την διατήρηση της βιοποικιλότητας στον ελαιώνα. Τέτοιες πρακτικές είναι:

–  Μετάβαση στην βιολογική ελαιοκαλλιέργεια αποφεύγοντας την χρήση φυτοφαρμάκων και χημικών λιπασμάτων.

– Αύξηση της δέσμευσης CO2 από την ατμόσφαιρα μέσω της φωτοσύνθεσης και «αποθήκευση» του στους φυτικούς ιστούς της ελιάς και το έδαφος με τροποποίηση του κλαδέματος των δέντρων για τη μείωση της διαπνοής, αλλά και της χλωρίδας των ελαιώνων χρησιμοποιώντας την φυσική ή τεχνητή (μίγμα ψυχανθών) βλάστηση δημιουργώντας πράσινη εδαφοκάλυψη με την κοπή της βιομάζας και αφήνοντάς την στο έδαφος.

– Ανακύκλωση των υλικών του κλαδέματος και των υπολειμμάτων επεξεργασίας του ελαιοκάρπου είτε απευθείας ως υλικό εδαφοκάλυψης και θρέψης ή/και μετά την κομποστοποίηση για την αύξηση της περιεκτικότητας του εδάφους σε οργανική ουσία.

– Εφαρμογή στους ελαιώνες ελάχιστου ή μηδενικού οργώματος για την ελαχιστοποίηση της διάβρωσης και της καταστροφής της οργανικής ύλης, βελτιώνοντας την ικανότητα αποθήκευσης νερού στο έδαφος.

«Βιωσιμότητα» και  «βιοποικιλότητα»

Συμπερασματικά, αν και η ελαιοκαλλιέργεια έχει αυξανόμενη σημασία σε παγκόσμιο επίπεδο, η «βιωσιμότητα» και η «βιοποικιλότητα» είναι τα βασικά ζητήματα που πρέπει να δοθούν λύσεις στο άμεσο μέλλον σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Λόγω των διαφορετικών συνθηκών που επικρατούν σε κάθε χώρα πρέπει να αποσαφηνιστούν οι περιβαλλοντικές και παραγωγικές επιδόσεις των σύγχρονων υπερεντατικών ελαιώνων, που είναι ακόμα υπό συζήτηση, αν και η επέκτασή τους έχει προχωρήσει γρήγορα σε παγκόσμιο επίπεδο. Ειδικότερα, για μια βιώσιμη ελαιοκαλλιέργεια στην Ελλάδα σε συνθήκες κλιματικής κρίσης, πρέπει μεταξύ των άλλων να λάβουμε υπόψη τα παρακάτω:

  • Η παγκόσμια παραγωγή ελαιολάδου αυξάνει παράλληλα με την κατανάλωση. Η Ιταλία που επέλεξε την ποιότητα, έχει υψηλές τιμές.
  • Η σημαντική συνεισφορά της ανάπτυξης της καλλιέργειας της ελιάς στις νέες χώρες είναι ότι το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο μπαίνει στην κουλτούρα τους.
  • Με δεδομένο τα δομικά προβλήματα της ελληνικής γεωργίας, η ελαιοκαλλιέργεια δεν μπορεί να «παίξει» με αξιώσεις με ανταγωνιστικό κόστος στη ‘μαζική παραγωγή’ έξτρα παρθένου ελαιολάδου σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον.
  • Η σημαντικότερη πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει σήμερα και στο άμεσο μέλλον η ελαιοκαλλιέργεια στη Ελλάδα έχει να κάνει με τη βιώσιμη ανάπτυξή ως προς τις τρεις διαστάσεις της, την οικονομική, την κοινωνική και την περιβαλλοντική.
  • Αυτό σημαίνει αλλαγή τρόπου παραγωγής, κατανάλωσης και εμπορίας κυρίως του ελαιολάδου. Στόχος πρέπει να είναι η αύξηση του εισοδήματος των ελαιοπαραγωγών, η εφαρμογή πρακτικών για προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή που προστατεύουν το έδαφος, το νερό, την βιοποικιλότητα και η παραγωγή ποιοτικών και ασφαλών ελαιοκομικών προϊόντων (με ιχνηλάτηση σε όλα τα στάδια παραγωγής) για τους καταναλωτές.
  • Μια δυναμική απάντηση στην επιδιωκόμενη από τους Ισπανούς ‘ελαιοκομική παγκοσμιοποίηση’ είναι η επιλογή και καλλιέργεια σε κάθε περιοχή των ντόπιων ποικιλιών, όπου είναι δυνατό.
  • Σημαντικά μέσα είναι η δημιουργία βιώσιμων συνεταιρισμών και ομάδων παραγωγών (εξαλείφοντας το μειονέκτημα του μικρού κλήρου) και ο ψηφιακός μετασχηματισμός της παραγωγής. Αυτό σημαίνει αλλαγή νοοτροπίας και χρήση των ψηφιακών μέσων της τεχνολογίας και των πληροφοριακών συστημάτων για τη μετατροπή υπαρχουσών διαδικασιών από χειρωνακτικές και υλικές σε ψηφιακές, με στόχο τη βελτίωση της συνολικής απόδοσης μιας γεωργικής εκμετάλλευσης.
  • Η πρόσβαση στο διαδίκτυο, που είναι απαραίτητη για τον ψηφιακό μετασχηματισμό θα μειώσει το αίσθημα κοινωνικής και οικονομικής περιθωριοποίησης των αγροτών ως αποτέλεσμα έλλειψης ικανοποιητικής εκπαίδευσης για τη δημιουργική χρήση του διαδικτύου (Εικ. 3).
  • Το κλειδί για τον επιτυχημένο ψηφιακό μετασχηματισμό είναι η ανάπτυξη μιας ολοκληρωμένης και συνεκτικής πολιτικής για τον ελαιοκομικό τομέα για τους αγρότες, τους συνεταιρισμούς και τις επιχειρήσεις. Η πολιτική αυτή θα πρέπει να μειώνει το κόστος μεγιστοποιώντας τα οφέλη και να μειώνει τυχόν ανισότητες, ως αποτέλεσμα της τεχνολογικής προόδου, μέσω της εκπαίδευσης και κατάρτισης.
  • Και βέβαια την πολιτική αυτή θα πρέπει να την ακολουθήσουν όλοι οι εμπλεκόμενοι στον ελαιοκομικό τομέα, οι παραγωγοί, οι ελαιουργοί, οι τυποποιητές, οι έμποροι, ακόμη και οι επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου. Επιπλέον, αυτή η πολιτική πρέπει να υποστηριχθεί σταθερά από την πλευρά της Πολιτείας με τα κατάλληλα χρηματοδοτικά προγράμματα.
  • Το ελληνικό ελαιόλαδο, αν υπάρξει σοβαρή και συντεταγμένη εθνική στρατηγική που θα αντιμετωπίζει τα προβλήματα και τις αδυναμίες του παρελθόντος και θα αναδεικνύει τα πλεονεκτήματα που υπάρχουν (ποιοτικά και οργανοληπτικά) και πατάξουμε τη νοθεία, δεν έχει να φοβηθεί τίποτα. Και το αποδεικνύουν πολλές μικρές και μεγάλες ελαιοκομικές επιχειρήσεις που εξάγουν το ελαιόλαδό τους σε όλο τον κόσμο.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
spot_img
spot_img
spot_img

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ