Όλοι θυμούνται την 28η Απριλίου 1993, όταν ο Μπόμπαν Γιάνκοβιτς πήρε φόρα και χτύπησε με το κεφάλι του πάνω στη σιδερένια βάση της μπασκέτας, ως μία «μαύρη ημέρα» για το ελληνικό μπάσκετ – Η ζωή και η καριέρα του παίκτη που έγραψε τη δική του ιστορία στον Πανιώνιο.
Ήταν 28 Απριλίου του 1993. Οκτώ λεπτά πριν από τη λήξη του τέταρτου αγώνα της σειράς μεταξύ του Πανιωνίου και του Παναθηναϊκού για τα ημιτελικά του πρωταθλήματος της σεζόν 1992/93, οι πράσινοι προηγούνται με σκορ 56-50 και είναι έτοιμοι να κάνουν το 3-1 και να προκριθούν στον τελικό.
Εκείνη τη στιγμή, ο Σέρβος μπασκετμπολίστας του Πανιωνίου, Μπόμπαν Γιάνκοβιτς, αποφάσισε να ποστάρει τον Φραγκίσκο Αλβέρτη – σηκώθηκε και σκόραρε. Ο Πανιώνιος είχε επιστρέψει από το -17 και με την διαφορά να μειώνεται στους τέσσερις πόντους, το γήπεδο μετατράπηκε σε καμίνι.
Όμως, ο διαιτητής της αναμέτρησης (Σταύρος Κουκουλεκίδης) ακύρωσε το καλάθι και σφύριξε επιθετικό φάουλ στον Σέρβο γκαρντ, το οποίο ήταν και το πέμπτο του, άρα έπρεπε να αποχωρήσει από το παιχνίδι.
Εκείνος τότε, εντελώς εκνευρισμένος και «θολωμένος», πήρε φόρα και χτύπησε με το κεφάλι του πάνω στη σιδερένια βάση της μπασκέτας.
Αμέσως, ο Μπόμπαν σωριάστηκε στο έδαφος.
Μία μαύρη ημέρα για το ελληνικό μπάσκετ
Οι γιατροί και των δύο ομάδων έτρεξαν από πάνω του για να δουν τι έχει συμβεί. Ο μπασκετμπολίστας βρισκόταν αιμόφυρτος στο παρκέ, ενώ φώναζε στους γιατρούς πως δεν μπορεί να κουνήσει τα χέρια και τα πόδια του.
Το επίσημο ιατρικό πόρισμα ήταν συντριπτικό κάταγμα και εξάρθρωση στον έκτο αυχενικό σπόνδυλο και η ζημιά, που προκλήθηκε, απεδείχθη ανεπανόρθωτη.
Ο αγώνας συνεχίστηκε κανονικά με τον Παναθηναϊκό του Νίκου Γκάλη να παίρνει τελικά το διπλό με σκορ 57-65 και να προκρίνεται στους τελικούς κόντρα στον Ολυμπιακό.
Όμως, κανείς δεν θυμάται το αποτέλεσμα. Όλοι θυμούνται την 28η Απριλίου ως μία «μαύρη ημέρα» για το ελληνικό μπάσκετ.
Ο τότε γιατρός του Πανιωνίου, Γιώργος Κατσιφαράκης δεν πίστευε πως αυτό που είδε ήταν πραγματικότητα. Έπειτα, ο Μπόμπαν αποχώρησε με φορείο από το παρκέ.
Η ομάδα αναζητούσε τους καλύτερους νευροχειρουργούς για να προχωρήσουν άμεσα στην επέμβαση. Μάταια, όμως. Η ζημιά στο σώμα του Μπόμπαν Γιάνκοβιτς ήταν ανίατη. Η καριέρα ενός από τους καλύτερους μπασκετμπολίστες του ελληνικού πρωταθλήματος έφτασε στο τέλος της με απότομο και άδικο τρόπο στις 28 Απριλίου 1993. Ο 30χρονος δεν θα μπορούσε να παίξει ποτέ ξανά μπάσκετ.
Αμέσως μετά την ανακοίνωση, όλοι οι συμπαίκτες του και αρκετοί αντίπαλοί του έφτασαν στο νοσοκομείο για να ενημερωθούν για την υγεία του και να του συμπαρασταθούν.
Μετά από μία μακρόχρονη νοσηλεία, ο Μπόμπαν Γιάνκοβιτς μεταφέρθηκε στο Λονδίνο προκειμένου να συνεχίσει εκεί τις θεραπείες του σε ένα εξειδικευμένο κέντρο αποκατάστασης και έναν χρόνο αργότερα επέστρεψε στη χώρα.
Έξω από το γήπεδο του Πανιωνίου συγκεντρώθηκε πλήθος κόσμου για να τον υποδεχτεί. «Είμαι πολύ χαρούμενος που επέστρεψα στην Ελλάδα. Μπορώ να ξαναβρώ τον παλιό μου εαυτό και να δώσω κάτι ακόμα στους Έλληνες», δηλώνει μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες, ευχαριστώντας όλους όσους βρέθηκαν στο σημείο για να τον χαιρετήσουν. «Ήταν γραφτό να συμβεί. Όπως μπορείς να πάθεις ένα ατύχημα στο αυτοκίνητο, στον δρόμο, παντού. Συνέβη. Και συνεχίζουμε τώρα τη ζωή μας. Νιώθω μισός Σέρβος μισός Έλληνας. Η καρδιά μου είναι στην Αθήνα», είπε ο μπασκετμπολίστας.
Αυτή η άτυχη στιγμή έμελλε να αλλάξει τη ζωή του ταλαντούχου αθλητή και ξεχωριστού ανθρώπου. Η μοίρα τον «καθήλωσε» σε αναπηρικό καροτσάκι για τα επόμενα 13 χρόνια της ζωής του, μέχρι που άφησε την τελευταία του πνοή εν πλω στις 28 Ιουνίου 2006.
Τα πρώτα χρόνια της καριέρας του και η είσοδός του στο ελληνικό μπάσκετ
Από μικρή ηλικία, ο Μπόμπαν Γιάνκοβιτς ήταν παθιασμένος με μία και μόνο ομάδα: τον Ερυθρό Αστέρα. Ως εκ τούτου, δεν γινόταν να ξεκινήσει από οπουδήποτε αλλού την μπασκετική του καριέρα και η μοίρα έφερε έτσι τα πράγματα, ώστε να τον εντοπίσουν πρώτοι οι άνθρωοποι του Αστέρα. Έτσι, τον Νοέμβριο του 1980 και σε ηλικία μόλις 17 ετών πραγματοποίησε το ντεμπούτο του στο ντέρμπι κόντρα στον «εχθρό», την Παρτίζαν.
Αγωνίστηκε για δέκα χρόνια με τη φανέλα του Ερυθρού Αστέρα και την τελευταία του σεζόν (1989-90) έστειλε το μήνυμα έδωσε σε όλους να καταλάβουν ότι ήταν ένας «σούπερσταρ» του μπάσκετ. Ο Γιάνκοβιτς είχε μέσο όρο περισσότερους από 20 πόντους, αναδείχθηκε δεύτερος σκόρερ του σέρβικου πρωταθλήματος και οδήγησε την ομάδα του στους τελικούς κόντρα στη θρυλική και ανίκητη Γιουγκοπλάστικα Σπλιτ, μεταξύ άλλων.
Πιθανότατα δεν θα εγκατέλειπε ποτέ το Βελιγράδι και τον αγαπημένο του Αστέρα, αν δεν υπήρχε η διαμάχη με την διοίκηση του συλλόγου. Στην απόφασή του να φύγει από τη Σερβία έπαιξε ρόλο και ο τότε εμφύλιος στη χώρα, καθώς ο Μπόμπαν ήθελε ένα πιο ασφαλές περιβάλλον για τον ίδιο και την οικογένειά του.
Το 1990 τάραξε τα νερά του ευρωπαϊκού μπάσκετ μετακομίζοντας στην Ελλάδα, συγκεκριμένα στη Νέα Σμύρνη, για χάρη του Πανιωνίου. Αποτέλεσε μέρος της μαγικής φουρνιάς του Πανιωνίου μαζί με τους Φάνη Χριστοδούλου, PJ Brown και Φάντο Κλάρκ συμβάλλοντας στη σταθερή παρουσία του Πανιωνίου στην Α1 και την ευρωπαϊκή του πορεία.
Έπαιξε τρία χρόνια με τη φανέλα των «κυανέρυθρων» μέχρι που το μοιραίο ατύχημα έβαλε πρόωρο τέλος στην καριέρα του. Έπαιζε στις θέσεις «3» και «4» με ύψος 2,05 μ. Θεωρούνταν ένας από τους καλύτερους Σέρβους παίκτες της εποχής του, αν και δεν είχε την ευκαιρία να διακριθεί σε διεθνείς διοργανώσεις με την εθνική ομάδα, λόγω των συνθηκών της εποχής.
Η ζωή μετά το μπάσκετ
Ο Μπόμπαν Γιάνκοβιτς σταμάτησε το μπάσκετ, αλλά δεν σταμάτησε να αγωνίζεται. Συνέχισε να ζει το υπόλοιπο της ζωής του στην Ελλάδα προσπαθώντας να προσαρμοστεί στην νέα πραγματικότητα, αλλά δεν ήταν μόνος. Δίπλα του είχε τη γυναίκα του, Ντραγκάνα και τον γιο του, τον Βλάντο Γιάνκοβιτς, που σταδιακά εξελίχθηκε σε ένα από τα ανερχόμενα αστέρια του Πανιωνίου και του ελληνικού μπάσκετ.
Ο ίδιος έμεινε σε αναπηρικό καροτσάκι για το υπόλοιπο της ζωής του και συνήθιζε να πηγαίνει στο γήπεδο της Νέας Σμύρνης για να βλέπει τους αγώνες της αγαπημένης του ομάδας.
Οι «πάνθηρες» σε κάθε του εμφάνιση τον αποθέωναν, ενώ η διοίκηση της ομάδας αποφάσισε να κρεμάσει στην οροφή του κλειστού τη φανέλα με το νούμερο 8. Αυτός ήταν ένας τρόπος για να τιμήσουν έναν μπασκετμπολίστα που άφησε το στίγμα του στην Ελλάδα και τη Σερβία.
Ο Φραγκίσκος Αλβέρτης, εμβληματικός αρχηγός και θρύλος του Παναθηναϊκού, ήταν ένας από τους παίκτες που βρέθηκαν σε εκείνον τον μοιραίο αγώνα μεταξύ Παναθηναϊκού και Πανιωνίου στη Νέα Σμύρνη και είδε με τα ίδια του μάτια το φριχτό συμβάν με τον Γιάνκοβιτς, ένα συμβάν που θα τον συνοδεύει σε όλη του τη ζωή.
«Το περιστατικό αυτό ήταν ό, τι πιο στραβό μου έχει τύχει ποτέ. Η χειρότερη στιγμή στην καριέρα μου. Οι νίκες και οι ήττες είναι δευτερεύοντα πράγματα.
Εάν μπορούσα να σβήσω, ή να αλλάξω κάτι, θα ήμουν Θεός. Υποθετικά δεν μπορούμε να μιλάμε. Σίγουρα, όμως, θα έσβηνα τον τραυματισμό του Μπόμπαν. Όλα τα άλλα μπορείς να τα φτιάξεις», είχε δηλώσει ο Αλβέρτης.
Ο Μπόμπαν Γιάνκοβιτς πέθανε στις 28 Ιουνίου 2006, σε ηλικία 42 ετών, από καρδιακή ανακοπή. Βρισκόταν στο πλοίο με προορισμό τη Ρόδο για να περάσει τις διακοπές του μαζί με την οικογένειά του. Η κηδεία πραγματοποιήθηκε στη Νέα Σμύρνη και η ταφή έγινε στο κοιμητήριο της πόλης.
Το φέρετρο του μπασκετμπολίστα σκεπάστηκε με μια σημαία του Πανιωνίου, ενώ οι οπαδοί του δεν σταμάτησαν ούτε λεπτό να τραγουδούν προς τιμήν του στην τελετή.
Ο γιος του και η παρακαταθήκη του στο ελληνικό μπάσκετ
Ο Βλαδίμηρος «Βλάντο» Γιάνκοβιτς γεννημένος στις 3 Μαρτίου 1990 στο Βελιγράδι, κουβαλώντας το όνομα και την παρακαταθήκη του πατέρα του ήταν «καταδικασμένος» να ασχοληθεί με το μπάσκετ. Μολονότι κατάγεται από τη Σερβία έχει ελληνική υπηκοότητα και έχει δικαίωμα συμμετοχής με την εθνική ομάδα, με την οποία διέπρεψε στα εφηβικά πρωταθλήματα. Έχει ύψος 2,02 μέτρα και αγωνίζεται στη θέση 3 ως «small forward».
Ξεκίνησε την καριέρα του από την Νέα Σμύρνη και τον Πανιώνιο το 2007 βαδίζοντας στα χνάρια του πατέρα του. Έδειξε εξαιρετικά στοιχεία με τον Πανιώνιο και εξελίχθηκε πολύ γρήγορα σε βασικό παίκτη.
Ήταν πολύ αγαπητός από τους φιλάθλους του συλλόγου, όπως και ο πατέρας του.
Έμεινε στους «πάνθηρες» μέχρι το 2013, όταν πραγματοποίησε τη μεγάλη μεταγραφική κίνηση στον Παναθηναϊκό. Με τους «πράσινους» κατέκτησε 1 πρωτάθλημα (2014) και 3 κύπελλα Ελλάδας (2014, 2015, 2016), ενώ πήρε χρόνο συμμετοχής και στην Euroleague.
Το 2016 πήγε στη Βαλένθια, μετά στον Άρη, στην Ανδόρα, στον Χολαργό, στην ΑΕΚ, στον ΠΑΟΚ, ξανά στην ΑΕΚ, στην Καρδίτσα και τώρα αγωνίζεται στο Περιστέρι.
ΠΗΓΗ: protothema.gr